Ασύμμετρες σχέσεις


Οι στρατηγικές σεισμικές πλάκες στα θεμέλια της ΕΕ, η Βρετανία και η παράκρουση της «κοινής» δημοσιονομικής πολιτικής
 Π. Ήφαιστος www.ifestosedu.gr
Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Στρατηγικών Σπουδών

Οι διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις και η προεκλογική ένταση επισκίασαν το γεγονός ότι στο μέτωπο της Ευρωπαϊκής πολιτικής τίποτα πλέον δεν είναι δεδομένο, ενώ όλα είναι ρευστά. Τη στιγμή που οι στρατηγικές σεισμικές πλάκες κινούνται αστάθμητα στην Ευρώπη, στην Αθήνα εντούτοις κανείς δεν συνεκτιμά τις βαθύτατων προεκτάσεων συνέπειες για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Κανείς δεν φαίνεται να είναι σε θέση να αναλύσει το στρατηγικό περιβάλλον, να σχεδιάσει την ελληνική εθνική στρατηγική, να ορίσει σκοπούς και να οργανώσει τα μέσα και τις προσεγγίσεις εκπλήρωσής τους.
            Για να καταλάβουμε πως κινούνται οι μεγάλες δυνάμεις σήμερα χρειάζεται να συνοψίσουμε κάποιες κλασικές στρατηγικές παραμέτρους των πολυδαίδαλων σχέσεων Ουάσινγκτον/Λονδίνο – Βερολίνο – Παρίσι. Η επερχόμενη πιθανή στρατηγική αναδιάταξη και η σταθερότητα ή αστάθεια στην Ευρώπη εξαρτώνται από αυτές τις σχέσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ενέχει η έντονη δραστηριότητα της Βρετανικής διπλωματίας όσον αφορά την κρίση της ευρωζώνης. Αυτή η δραστηριοποίηση του Λονδίνου βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με μακραίωνες Βρετανικές εξισορροπητικές πρακτικές.
Το ύστερο Βρετανικό ενδιαφέρον για την ευρωζώνη οφείλεται, εκτιμάται, στον φόβο του Λονδίνου ότι η κατάσταση μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτη. Να διαλυθεί δηλαδή το πλέγμα των μεταπολεμικών θεσμών συνεργασίας συμπεριλαμβανομένης και της ΕΕ. Κύριος διττός σκοπός της μακραίωνης Βρετανικής στρατηγικής ήταν αφενός η σταθερότητα στην ηπειρωτική Ευρώπη και αφετέρου να μην αφεθεί μια ηπειρωτική δύναμη ή μια συμμαχία δυνάμεων να ενοποιήσει την ηπειρωτική περιοχή Ανατολικά της Μάγχης. Γι’ αυτό, η Βρετανία ναι μεν έβλεπε εξαρχής θετικά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά μόνο αν δεν οδηγούσε σε πολιτική ενοποίηση. Αυτό που βασικά θέλει το Λονδίνο είναι μια ζώνη ελευθέρων συναλλαγών υπό την υψηλή εποπτεία της Ατλαντικής Συμμαχίας.  
Η Μεγάλη Βρετανία, η οποία επί αιώνες ήταν η μεγάλη ναυτική δύναμη της Δύσης, αντικαταστάθηκε αρχές του 20ού αιώνα από τη νέα πλανητική ναυτική δύναμη, τις ΗΠΑ. Βέβαια, το Λονδίνο μερίμνησε έγκαιρα (ήδη από τη δεκαετία του 1930) να συγκροτήσει με τις ΗΠΑ μια από τις ισχυρότερες σύγχρονες συμμαχίες, γνωστή και ως «ειδική σχέση ΗΠΑ – Βρετανίας». Έκτοτε, η Βρετανική ισχύς είναι ετερόφωτη και ευθέως ανάλογη του βάθους των στρατηγικών σχέσεων του Λονδίνου με την Ουάσινγκτον. Οι σχέσεις ΗΠΑ-Βρετανίας είναι αμοιβαία επωφελείς: Πέραν του ότι η Βρετανία είναι η στενότερη σύμμαχος των ΗΠΑ είναι επίσης συχνά και μακρύ διπλωματικό χέρι της υπερατλαντικής υπερδύναμης. Το βλέπουμε να επαληθεύεται αναρίθμητες φορές. Το βλέπουμε και τώρα λόγω ευθυγράμμισης των δύο κρατών στο θέμα της κρίσης της ευρωζώνης.
Χρήσιμο είναι να γνωρίζουμε τους θεμελιώδεις άξονες της Βρετανικής διπλωματίας. Το Βρετανικό στρατηγικό δόγμα που και σήμερα ακολουθεί το Λονδίνο, διατυπώθηκε ήδη από τον Τσόρτσιλ το 1946, όταν όρισε τους τρεις κύκλους της μεταπολεμικής Βρετανικής διπλωματίας. Μεταξύ άλλων, όρισε την ειδική σχέση με τις ΗΠΑ ως την υπέρτατη επιλογή της μετά-αποικιακής Βρετανικής διπλωματίας. Στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, αντίστοιχα, λειτουργώντας με κλασικούς Βρετανικούς στρατηγικούς όρους ενθάρρυνε τη συνεργασία αλλά όχι την ενοποίηση της Δυτικής Ευρώπης.
Ενώ αρχικά η Μεγάλη Βρετανία δεν συμμετείχε στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, το στίγμα των Βρετανικών σκοπών αποτυπώθηκε από τον Τσόρτσιλ όταν δήλωσε «είμαστε μαζί σας, αλλά όχι ένας από εσάς» («we are with youbut not one of you»). Το 1958 ο Μακμίλλαν, επίσης, έκανε σαφές στον Πρόεδρο Ντε Γκολ ότι ο λόγος που η Βρετανία ήθελε να ενταχθεί στην τότε ΕΟΚ –όπως τελικά και έγινε όταν αποχώρησε ο στρατηγός–, ήταν για να εμποδίσει τυχόν περαιτέρω ενοποιητικά βήματα και τυχόν στενότερες σχέσεις μιας συμμαχίας κρατών στην ηπειρωτική Ευρώπη με την Ουάσινγκτον, κατιτί που κατά τους Βρετανούς υποβαθμίζει τον ρόλο του Λονδίνου.
Τις επόμενες δεκαετίες οι κοινοί στρατηγικοί σκοποί Βρετανών και Αμερικανών συγκεκριμενοποιήθηκαν ακόμη ακριβέστερα: «Οι ΗΠΑ είναι στρατηγική δύναμη και η Ευρώπη μια περιφερειακή δύναμη», δήλωσε ο Κίζιγκερ το 1973. «Όριο είναι ο ουρανός για μια ευρωπαϊκή πολιτική διπλωματίας, άμυνας και ασφάλειας», δήλωσε η Θάτσερ το 1979, «αλλά αυτός ο ουρανός, συνέχισε, έχει οροφή, δηλαδή την Ατλαντική Συμμαχία».
Σταθερότητα, οικονομική συνεργασία, Ατλαντισμός και ισορροπία δυνάμεων και συμφερόντων είναι λοιπόν το τρίπτυχο της Βρετανικής διπλωματίας απέναντι στην ηπειρωτική Ευρώπη. Όταν αυτά δεν εκπληρώνονται το Λονδίνο δραστηριοποιείται διπλωματικά ή αν καταστεί αναπόφευκτο και στρατιωτικά. Η Βρετανία παρεμβαίνει δραστήρια, όταν η Ευρώπη οδηγείται σε αστάθεια ή όταν ενοποιείται αμφισβητώντας τη Βρετανική στρατηγική πρωτοκαθεδρία. Στην παρούσα φάση, εκτιμάται, το Λονδίνο παρεμβαίνει επειδή στρατηγικά μιλώντας διαφαίνεται στον ορίζοντα το ενδεχόμενο μιας πιθανής Γερμανικής ηγεμονίας και το φάσμα μιας ανεπίστροφης δρομολόγησης προϋποθέσεων μεγάλης αστάθειας.
Η Γερμανία ούτως ή άλλως τους τρεις τελευταίους αιώνες βρισκόταν και συνεχίζει να βρίσκεται στον πυρήνα όλων των στρατηγικών ζητημάτων της Ευρώπης και του Ευρωατλαντικού χώρου. Μετά το 1945, όλο το σύστημα ευρωπαϊκών και Ατλαντικών θεσμών του οποίου η Βρετανία υπήρξε κύριος αρχιτέκτονας, αποσκοπούσε στον οικονομικό, πολιτικό και στρατηγικό έλεγχο της Γερμανίας. Βασικά, δεν υπάρχει θεσμός στον Ευρωατλαντικό χώρο ο οποίος να μην είχε ως κύριο σημείο αναφοράς το «Γερμανικό ζήτημα».
Πρακτικά, αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, τον έλεγχο των γερμανικών οικονομικών πολιτικών από υπερεθνικούς πλην διακυβερνητικά εποπτευόμενους θεσμούς, την απαγόρευση απόκτησης πυρηνικών όπλων από τη Γερμανία, την υιοθέτηση από το Βερολίνο χαμηλών τόνων στην εξωτερική πολιτική και την ένταξη των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων στην Ατλαντική Συμμαχία και στους μικρότερης εμβέλειας ευρωπαϊκούς θεσμούς άμυνας και ασφάλειας. Συνολικά, ο σκοπός ήταν να διασφαλίζεται διαρκώς επαρκής στρατηγική εποπτεία επί της Γερμανίας στα πεδία της οικονομίας, της άμυνας και της διπλωματίας.
Το ρηθέν «οι ΗΠΑ με τη στρατηγική παρουσία τους στην Ευρώπη σώζουν τους ευρωπαίους από τους εαυτούς τους»συμβολίζει μια επαληθευμένη πραγματικότητα: Η Ευρώπη είναι στρατηγικά σταθεροποιημένη λόγω Αμερικανικής παρουσίας. Η σταθερότητα αυτή έχει ως συνέπεια τη στρατηγική εξάρτηση από τις ΗΠΑ στα πεδία της διπλωματίας, της άμυνας και της οικονομίας. Συντομεύοντας υπενθυμίζουμε ότι λόγω μεγάλων διλημμάτων ασφαλείας, το 1989-92, όταν η Γερμανία επανενωνόταν και πριν παρέμβουν οι ΗΠΑ, οι εύθραυστες στρατηγικές ισορροπίες στο τρίγωνο Βρετανίας-Γαλλίας-Γερμανίας έφτασαν σε σημείο τήξης και ρήξης.
Η Αμερικανική υψηλή στρατηγική με την οποία η Βρετανία συμπορεύεται πλήρως, φαίνεται να υπονομεύεται σοβαρά λόγω της χρηματοοικονομικής κρίσης. Το Λονδίνο βλέπει ξεκάθαρα ότι δημιουργούνται οι εξής συστημικές προϋποθέσεις οι οποίες δυνατό να αλλάξουν ριζικά το στρατηγικό περιβάλλον: Είτε διαλυθεί η ευρωζώνη είτε όχι, μια Γερμανική οικονομική ηγεμονία θα επιφέρει μια Γερμανική οικονομικοπολιτική πρωτοκαθεδρία. Το ίδιο ισχύει εάν διαλυθεί ή μετασχηματιστεί δραστικά η ΕΕ με σκοπό τη δημιουργία μιας «διαφοροποιημένης και ιεραρχημένης ευρωπαϊκής δομής» πολλών ταχυτήτων στην οποία αναπόδραστα θα δεσπόζει ο αναδυόμενος Γερμανικός πολιτικοοικονομικός κολοσσός.
Όπως ξεκάθαρα βλέπουμε να συμβαίνει τώρα ακόμη και υπό συνθήκες πολύ πιο χαλαρών δομών, τους πολιτικοοικονομικούς όρους των αποφάσεων τους ορίζει ο ισχυρός και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται. Η ασυμμετρία σχέσεων προκαλεί οικονομική, πολιτική, στρατηγική και κοινωνική ασυμμετρία. Μέχρι τώρα αυτό μετριαζόταν επειδή επίμονα και επί δεκαετίες τα μέλη μεριμνούσαν η ΕΕ να διατηρεί αντί-ηγεμονικά χαρακτηριστικά. Δηλαδή, συναινετικές αποφάσεις, για να μην μπορεί ο ισχυρός να επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και φροντίδα για να συντηρούνται και να αναπτύσσονται ισότιμες σχέσεις. Μια ιεραρχημένη δομή στη βάση κριτηρίων μεγέθους και ισχύος αλλάζει εκ βάθρων το κοινοτικό εγχείρημα και το καθιστά βασικά αχρείαστο.    
Το έμπειρο αετίσιο μάτι των Βρετανών διπλωματών, επιπλέον, βλέπει να σωρεύονται σύννεφα στο «Ανατολικό μέτωπο».Μια δηλαδή διαφαινόμενη προσέγγιση της Γερμανίας με τη Ρωσία. Απλά, όπως θα δούμε πιο κάτω, μια τέτοια εξέλιξη αναβιώνει εφιάλτες του παρελθόντος, όποτε και όταν Μόσχα και Βερολίνο συμπορεύτηκαν στρατηγικά.   
  
Η δεύτερη υψηλή στρατηγική η οποία τρίζει λόγω της κρίσης της ευρωζώνης είναι η εθνική στρατηγική της Γαλλίας την οποία θεμελίωσε ο Πρόεδρος Ντε Γκολ και την οποία υπηρέτησαν πιστά όλοι οι μετέπειτα πρόεδροι. Η Γαλλία στο πλαίσιο της δεδηλωμένης στρατηγικής της «εθνικής ανεξαρτησίας» διατηρεί πυρηνικά όπλα για μια πλανητική αναλογική στρατηγική αποτροπή, αλλά –όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε στο παρελθόν από υψηλά ιστάμενους Γάλλους ηγέτες–, το πυρηνικό αποτρεπτικό χρησιμεύει και ως «ψυχολογική εξισορρόπηση της Γερμανίας».
Επιπλέον, η Γαλλία ακολουθώντας μια ανεξάρτητη εθνική στρατηγική και κρατώντας επί δεκαετίες αποπνικτικά «σφικταγκαλιασμένη» τη Γερμανία με τη Συμφωνία του 1963, φρόντιζε ούτως ώστε μέχρι σήμερα η ΕΕ να παραμένει ένα κρατοκεντρικό σύστημα όπου οι υπερεθνικοί θεσμοί θα είναι εντολοδόχοι και όχι εντολείς των διακυβερνητικών θεσμών.
Για να το πούμε διαφορετικά και συνδέοντάς το με τα συντρέχοντα γεγονότα, η Γαλλία όπως και τα μικρότερα κράτη της ΕΕ δεν ήθελαν και δεν θέλουν να στριμωχθούν μέσα σε ένα υπερεθνικό θεσμό όπου λόγω υπερισχύουσας οικονομικής θέσης θα ηγεμονεύει το Βερολίνο. Φανταστείτε μια κοινή δημοσιονομική πολιτική η οποία θα είναι δήθεν υπερεθνική αλλά λόγω συντριπτικής υπεροχής της Γερμανίας θα ηγεμονεύεται από το Βερολίνο.
Οι τάσεις αυτή τη στιγμή είναι χαρακτηριστικές: Λόγω άνισου ανταγωνισμού και ασύμμετρων πολιτικοοικονομικών σχέσεων, το ένα μετά το άλλο τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη συνθλίβονται οικονομικά και υποτάσσονται με «μνημόνια» διαφόρων ειδών. Εν δυνάμει ή ήδη εμπράγματα ο πλούτος τους εκποιείται στους πλουσιότερους και μετατρέπονται σε Γερμανική αποικία νέου είδους.    

Οι επισημάνσεις που προηγήθηκαν μας οδηγούν στο ζήτημα των στρατηγικών προεκτάσεων της «ολοκλήρωσης» και των ύστερων νομισματικών αποφάσεων του 1991-2. Το γεγονός ότι η ΕΕ δεν προσαρμόστηκε στην κρατοκεντρική της φύση με το να μετατρέψει τους υπερεθνικούς θεσμούς σε αυστηρά εντολοδόχους των εντολέων διακυβερνητικών θεσμών, είναι ένα μεγάλο ζήτημα που αναλύθηκε αλλού (συνοπτικά αλλά πυκνά στο ημέτερο Κοσμοθεωρία των Εθνών).
Σημασία έχει εδώ να τονίσουμε ότι οι πιο πάνω λεπτές στρατηγικές ισορροπίες μπήκαν σε τροχιά αστάθειας, όταν λήφθηκε η απόφαση του 1991-92 για τη δημιουργία της ΟΝΕ. Πρόκειται για μια από τις πλέον ανορθολογικές αποφάσεις της σύγχρονης ιστορίας. Αυτή η απόφαση επαληθεύει ότι για κάποιο περίεργο λόγο ξανά και ξανά ακόμη και μεγάλα και πολύ οργανωμένα κράτη όλως περιέργως περιπίπτουν σε μοιραία και τραγικά πολιτικά σφάλματα. Αλλού υποστηρίξαμε ότι αυτό οφείλεται στο έλλειμμα πολιτικής σκέψης απόρροια μιας περιρρέουσας μοντερνιστικής ουτοπικής και ιδεολογικά βεβαρημένης ατμόσφαιρας που επέτεινε η στρατηγική και πνευματική σύγχυση του Ψυχρού Πολέμου και της παραληρηματικής μεταψυχροπολεμικής εποχής.  
Οι Γάλλοι, για παράδειγμα, αφελώς πίστεψαν πως «δένοντας το Βερολίνο με τις κλωστές» ενός νομισματικού συντονισμού θα ήλεγχαν τον ενοποιημένο πια Γερμανικό οικονομικό και κοινωνικό γίγαντα. Η ένταξη της Αυστρίας μαζί με τη σταδιακή ανάπτυξη δεσμών με τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης απλά οδήγησε σε ένα πανίσχυρο γερμανικό μπλοκ στο κέντρο της Ευρώπης, που συνθλίβει οικονομικά τις ασθενέστερες εθνικές οικονομίες του Νότου και όχι μόνο. Εν τούτοις, οι Γάλλοι πίστεψαν εσφαλμένα πως δεν είχε μεγάλη σημασία η Γερμανική οικονομική ισχύς αυτή καθεαυτήν εάν δημιουργούσαν νομισματικούς εποπτικούς θεσμούς.
Παρενθετικά επισημαίνουμε ότι αναμφίβολα η άσκοπη και απροετοίμαστη Ελληνική ένταξη στην ΟΝΕ, πριν δέκα χρόνια, ήταν ένα ιστορικό πολιτικό και στοχαστικό «έγκλημα» στο οποίο εμπλέκονται αναρίθμητοι ηθικοί αυτουργοί, κυρίως τεχνοκράτες, αδιάβαστα μέλη του πολιτικού προσωπικού και συνάδελφοί μου που περιφέρονται μεταξύ διεθνικών ιδρυμάτων, διεθνικών συνάξεων και ελληνικών κομματικών και κυβερνητικών γραφείων. Δεν υπήρχε ο παραμικρός λόγος να αποφασιστεί μια απροετοίμαστη εσπευσμένη προσχώρηση σε ένα νομισματικό χώρο όπου θα υπήρχε ένας θηριώδης ανταγωνισμός που θα στερείτο (πανευρωπαϊκούς) κοινωνικούς και πολιτικούς ελέγχους.
Η πανταχόθεν περιρρέουσα πολιτική και πνευματική  σύγχυση κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών έκανε πολλούς που αυτό-ονομάζονται «ορθολογιστές» να πιστέψουν πως μπορεί να υπάρξει μια κοινή ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική πάνω σε ένα κοινωνικά και εθνοκρατικά διαφοροποιημένο χώρο. Η ίδια καταστροφική εσφαλμένη σκέψη κατατρύχει πολλούς αυτή τη στιγμή, όταν όλες οι κοινωνίες και οι πολιτικές τους ηγεσίες έντρομες αναζητούν διέξοδο από τη δίνη που προκάλεσαν οι εσφαλμένες αποφάσεις του 1992.
Υπήρξαν ακόμη και φωνές «υψηλών» προσωπικοτήτων τις οποίες πολλοί από εμάς τότε δικαίως, χαρακτηρίσαμε «νοημοσύνης νηπίου», οι οποίοι δήλωναν πως με ωφελιμιστικά και χρησιμοθηρικά κριτήρια που θα βάθαιναν μέσω νομισματικών και οικονομικών αποφάσεων θα περνούσαμε, δήθεν, σε μια ευρωπαϊκή οικονομική ένωση που θα κατέληγε τελικά, δήθεν, σε μια πολιτική ένωση της Ευρώπης. Είναι γνωστές οι τότε ειρωνείες των Βρετανών που δεν συμμετείχαν και οι οποίοι αρχικά αντιστέκονταν στη μετονομασία της ΕΟΚ σε ΕΕ. Ονοματολογική αλλαγή που τελικά αποδέχθηκαν δηλώνοντας σαρκαστικά πως μια τέτοια μετονομασία δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία.
Τα κράτη και τις αυτοκρατορίες ή οποιεσδήποτε σύγχρονες υπερεθνικές και διακυβερνητικές ρυθμίσεις δεν τις συγκροτούν και δεν τις συγκρατούν θεσμικές κλωστές ή ωφελιμιστικά κριτήρια. Η εθνοκρατική συγκρότηση –και πολλοί ονειρεύονται επικίνδυνα μια τέτοια συγκρότηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο– συμπεριλαμβάνει μεν την οικονομία αλλά όχι μόνο αυτή. Είναι και μια πνευματική υπόθεση. Απαιτεί μια συνεκτική πολιτική ανθρωπολογία που νομιμοποιεί τις πανευρωπαϊκές μακροϊκονομικές αποφάσεις. Η μακροοικονομία όπως και τα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας είναι «υψηλή πολιτική», όπως λέμε. Απαιτεί υψηλής βαθμίδας κοινωνική δέσμευση και κοινωνική νομιμοποίηση.
Αν υπάρξει ένωση των Ευρωπαίων με οικονομικούς δεσμούς, υπογράμμισε το 1966 ο Raymond Aron, «δεν θα αποτελέσει αλλαγή εντός της ιστορίας, αλλά αλλαγή της ιστορίας». Ο Raymond Aron, όμως, ήταν μια βαρυσήμαντη στοχαστική προσωπικότητα σπάνιας εμβέλειας. Η περιρρέουσα συμβατική ατμόσφαιρα ακαδημαϊκών και πολιτικών αναλύσεων στην Ευρώπη –για την Ελλάδα είναι περιττό να αναφερθούμε γιατί αποτελούν ρεσιτάλ πολιτικοστοχαστικού παραληρήματος διαρκείας δύο δεκαετιών– απλά ενίσχυσε τον ανορθολογισμό των πολιτικών, οικονομικών και στρατηγικών αποφάσεων. Έτσι, πολλοί πίστεψαν πως η «ολοκλήρωση» των Ευρωπαίων θα ήταν μια απλή και γραμμική οικονομική υπόθεση ή απλή υπόθεση ευθυγράμμισής τους με κάποια ιδεολογικά και θεσμικά δόγματα.
Επιπλέον, αναρίθμητοι ειδικοί των μεταφυσικών αλμάτων στο πεδίο των ψυχολογικών ερμηνειών οι οποίοι ποτέ δεν εργάστηκαν και οι οποίοι ζουν παρασιτικά μέσα σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, συνηθίζουν εδώ και δεκαετίες να αναλύουν το «συλλογικό υποκείμενο» ως και να μπορούν, δήθεν, να εντοπίσουν την κατάσταση κάποιας μυστηριώδους (και πάντα κατ’ αυτούς χαλασμένης) «συλλογικής ψυχής». Μέσα σε αυτή την ψυχή μπορούν, δήθεν, να καταδυθούν για να μιλήσουν προπετώς για το πώς πρέπει να σκέφτονται οι άνθρωποι και για το πως θα πρέπει να οργανώνονται ανθρωπολογικά, κοινωνικά και πολιτικά.
Συναφώς, ιστορικά είναι αποδεδειγμένο ότι τα ποικίλων εκδοχών γενοκτονικά εγκλήματα και οι ηθικοί αυτουργοί τους στο πολιτικοστοχαστικό επίπεδο αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Συνειδητά ή ανεπίγνωστα αποτελούν πνευματικά τέκνα γενοκτονικών συλλογικών ενοχοποιήσεων της δεκαετίας του 1930.
Στην Ευρώπη εξώθησαν στο στρίμωγμα των εθνών μέσα σε ιδεολογικά επινοημένους κατασκευαστικούς θεσμούς. Στην Ελλάδα, παρομοίως, πολλοί υποστηρίζουν σήμερα, δεν φταίει ο τρόπος που συγκροτείται και ασκείται η πολιτική εσωτερικά και στην Ευρώπη αλλά τα «κακά ψυχόρμητα» των πολιτών. Αυτονόητα, αυτά είναι κακόγουστες ασυναρτησίες. Οι Έλληνες θα ματώσουν πολύ περισσότερο αν δεν κατανοήσουν τι συμβαίνει στην Ευρώπη και στον κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες και αν δεν αρχίσουν να αγαπάνε την πατρίδα τους παραμερίζοντας όσα δεξιοαριστερά μεταμοντέρνα ορφανά του Ψυχρού πολέμου παραληρούν κοσμοπολίτικα και διεθνιστικά.        

Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στα ίδια ακριβώς διλήμματα και προβλήματα της μεταπολεμικής περιόδου. Το ζήτημα είναι κατά πόσο είναι εφικτό να έχουμε μια εθνοκρατοκεντρική δομή ισότιμων σχέσεων αντί-ηγεμονικά διασφαλισμένων ή εάν θα εισέλθουμε ξανά μέσα στον χαώδη κόσμο των πολιτικοστοχαστικών παρακρούσεων.
            Το εξισωτικό και εξομοιωτικό σχέδιο νομισματικής ενοποίησης απέτυχε και τώρα η ακαταστασία που προέκυψε επιχειρείται να αντιμετωπιστεί με συμμόρφωση στους ανελέητους όρους που θέτει η Βόννη από θέση ισχύος και με αποφάσεις που κυριολεκτικά λαμβάνονται στο πόδι από κοινωνικά άγνωστους τεχνοκράτες ανατριχιαστικής προπέτειας. Η πολιτική οργάνωση της Ευρώπης, αν μη τι άλλο για να διασφαλιστούν τα συνεργασιακά κεκτημένα, δεν μπορεί παρά να συγκροτηθεί σύμφωνα με τη διαφοροποιημένη κοινωνική του φύση. Οι ρυθμίσεις στο οικονομικό πεδίο είναι κρίσιμης σημασίας και αυτό δεν φαίνεται να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Πιο συγκεκριμένα, δεν αναφερόμαστε μόνο στις ιστορικές ταυτότητες και στις εθνικές ιδιαιτερότητες σε όλο το ανθρωπολογικό φάσμα (θεσμικές παραδόσεις, νομικά συστήματα, εργασιακές πρακτικές, πολιτισμικοί παράγοντες κτλ). Αναφερόμαστε επίσης στον κυριότερο παράγοντα μιας εθνοκρατικής συγκρότησης: Την κοινωνική δικαιοσύνη που συνδέει βαθειά τις κοινωνικές, οικονομικές και πνευματικές δομές στο εσωτερικό ενός εθνοκράτους. Ανά πάσα στιγμή η κοινωνική δικαιοσύνη ενσαρκώνει τον εθνικό τρόπο ζωής και νομιμοποιεί τις βαθύτατων διανεμητικών προεκτάσεων ιδιοκτησιακές, παραγωγικές, καταναλωτικές, διανεμητικές και εξουσιαστικές ιεραρχίες.
Με Αριστοτελικούς όρους, είναι η ανά πάσα στιγμή διανεμητική δικαιοσύνη όπως αναδεικνύεται μέσα από τις κοινωνικές σχέσεις και όπως εξελίσσεται το οικείο κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Κανένα εθνοκρατικό σύστημα κοινωνικής δικαιοσύνης δεν είναι όμοιο με κάποιο άλλο. Ακόμη και τυφλοί μπορούν να δουν αυτή τη διαφοροποιημένη κοσμοθεωρητική, ηθική και κανονιστική συγκρότηση του πλανήτη. Μπορούν να το κάνουν με το να διαβάσουν τους νόμους, τα Συντάγματα και τις υπόλοιπες κρατικές εθνοκρατικές θεσμίσεις.
Όποιος πιστέψει πως μπορεί να καταστήσει τις κοινωνίες υποχείριο –ξεχνώντας ότι η καθεμιά εξ αυτών είναι ένας κινούμενος και ιδιόμορφα αναπτυσσόμενος κοινωνικοπολιτικός οργανισμός– για να κατασκευάσει μια ευρωπαϊκή δημοσιονομική «γερμανική σαλάτα» δεν είναι μόνο αφελής αλλά και άκρως επικίνδυνος. Δεν συγκροτούνται έτσι τα συστήματα  κοινωνικής και διανεμητικής δικαιοσύνης και οι εμπειρίες των τελευταίων δεκαετιών για υπερεθνική συγκρότηση στην πρώην ΕΣΣΔ, στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στην ίδια την ΕΕ, αν και πολλά διδάσκουν εν τούτοις πολλοί αποδεικνύονται ανεπίδεκτοι μαθήσεως.   

Αυτές τις μέρες παρατηρούμε το ίδιο θέατρο του παραλόγου. Ακούμε τις ίδιες ηγεμονικά εμπνευσμένες και ανίατα στρεβλές διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες παρακρούσεις. Μάλιστα, στη Γερμανία, η μέθη που προκαλεί η οικονομική ισχύς, παραμερίζει τα ιστορικά στρατηγικά ζητήματα και οι γερμανοί ηγέτες επιχειρούν να επιβάλουν μια γερμανικά εποπτευόμενη «κοινή» δημοσιονομική πολιτική και μια στενότερη θεσμική και πολιτική δομή που αναπόδραστα θα είναι εξαρτημένη μεταβλητή του ισχυρότερου. Οι γερμανικές αξιώσεις, αν και παράλογες, είναι εν τούτοις αναμενόμενες: Κλασικά ισχύει το ρηθέν ότι ο ηγεμόνας αγαπά πάντα αυτούς τους οποίους θέλει να κυριαρχήσει. Λογικό είναι η Βόννη να επιδιώκει μια κατά το δυνατόν στενότερη σχέση. Μια δυναστική ασύμμετρη σχέση!
Ο κατακτητής (εδώ ο οικονομικός κατακτητής) αγαπάει πάντα την ειρήνη και τη σταθερότητα στις σχέσεις του με τους κατακτημένους. Τα μνημόνια και οι νεόδμητες «αποικίες του ευρωπαϊκού Νότου» που ακυρώνουν την εθνική ανεξαρτησία και τη δημοκρατία των κρατών αυτών, είναι ο τρόπος και η μεθόδευση της Γερμανικής επικυριαρχίας. Υπό τις περιστάσεις η κοινή δημοσιονομική πολιτική εκπληρώνει τον σκοπό του οικονομικού και αύριο πολιτικού κατακτητή να έχει υπό τον έλεγχο τους ηττημένους μέσα σε μια Γερμανικά κυριαρχούμενη κοινή δομή.
Ένας πρώην υπουργός της Πρωθυπουργού Θάτσερ συνόψισε τις διαχρονικές επιφυλάξεις πολλών όταν δήλωσε: «Με την επανένωση η Γερμανία σχεδιάζει να επιτύχει με οικονομικό τρόπο ό,τι δεν πέτυχε ο Χίτλερ με στρατιωτικά μέσα». Όπως σημειώσαμε και πιο πάνω μια Γερμανική πολιτικοοικονομική ηγεμονία επί των «μνημονιακά» χειροπόδαρα δεμένων «αποικιών του Νότου» θα βαθαίνει ολοένα και περισσότερο. Ολοένα και περισσότερο οι «αποικίες» αυτές θα συνθλίβονται οικονομικά και θα εκποιούνται με εξευτελιστικούς όρους.  
Οι πιο πάνω τάσεις που εκδηλώνονται έντονα στο πεδίο της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης επιβεβαιώνουν ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά στο θολό βασίλειο της Εσπερίας. Τα υπόλοιπα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη –τα μικρότερα κατάντησαν θλιβεροί κομπάρσοι μέσα σε μια παρωχημένη «ευρωπαϊστική» ρητορική– είναι παγιδευμένα μέσα σε μια στρατηγική δίνη. Η δίνη αυτή συνδυάζει δυναμικά:
α) μια βαθειά οικονομική κρίση (παρόμοια είχαμε μόνο στο τέλος της δεκαετίας του 1920),
β) μια Γερμανική οικονομική ηγεμονία (ενώ είναι γνωστό ότι ποτέ η Γερμανία δεν μπορεί να γίνει αναίμαχτα ηγεμόνας της Ευρώπης),
γ) μια γιγαντιαία θεσμικοπολιτική υπερεθνική φούσκα που ανεξέλεγκτοι τεχνοκράτες διογκώνουν ολοένα και περισσότερο) και
δ) μια απουσία στρατηγικού σταθεροποιητή (καθότι είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορεί να είναι αποτελεσματική η αγγλοσαξονική στρατηγική δραστηριοποίηση). 

Τώρα, τι ακριβώς κάνει το Λονδίνο; Γιατί αυτό το ξαφνικό έντονο ενδιαφέρον να «εφαρμόσει η Ελλάδα τις υποχρεώσεις της» και γιατί μια τόσο έντονη ανησυχία για το μέλλον της ευρωζώνης; Μιας ευρωζώνης για την οποία μέχρι πρότινος οι Βρετανοί ειρωνεύονταν!
Αφήνοντας κατά μέρος την ανάλυση του πως ακριβώς επηρεάζει τη Βρετανία μια άτακτη διάλυση της ευρωζώνης, για το Λονδίνο –και για τον εν μέσω εκλογικών αναμετρήσεων υπερατλαντικό συνεταίρο της Βρετανίας– ο κύριος λόγος ανησυχίας έγκειται στο γεγονός ότι οι διπλωμάτες οσφραίνονται μια επερχόμενη μεγάλη και παταγώδη κατεδάφιση του μεταπολεμικού πολιτικού, οικονομικού και στρατηγικού εποικοδομήματος.
Στη βάση πάγιων στρατηγικών αντιλήψεων στο Λονδίνο το συμφέρον της Βρετανίας έγκειται στο σταδιακό ξεφούσκωμα της προαναφερθείσης θεσμικοπολιτικής και οικονομικής φούσκας και στη δημιουργία μιας νέας θεσμικά πιο χαλαρής ευρωατλαντικής αρχιτεκτονικής (στο παρελθόν είχε προταθεί άπειρες φορές). Όμως, εγγενή χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, καθιστούν αυτή τη φορά κάτι τέτοιο δύσκολο ή και ανέφικτο. Το Λονδίνο ανησυχεί!
Κατ’ αρχάς, υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ Γερμανικής οικονομικής ηγεμονίας και Γερμανικής βούλησης να μεταφέρει επαρκείς πόρους σταθεροποίησης της ευρωπαϊκής οικονομίας μέσα σε μια μη ηγεμονική πολιτικοθεσμική δομή. Το Βερολίνο κατανοεί πως για πρώτη φορά μετά τον Βίσμαρκ είναι σε θέση να ορίσει και μάλιστα αναίμαχτα τους όρους και τις προϋποθέσεις ενός Γερμανικού υπερισχύοντος ηγεμονικού ρόλου στην Ευρώπη. Άλλωστε, κάθε βράδυ η κυρία Μέρκελ και ο κύριος Σόϊμπλε μας το υπενθυμίζουν στους τηλεοπτικούς μας δέκτες. Μόνο πολιτικά νήπια θα ανέμεναν αλτρουισμό.
Η Γαλλία, όντας και αυτή σε θέση αδυναμίας και με πολιτικούς ηγέτες που έφθασαν στο μικροπρεπές επίπεδο να προσβάλλουν έλληνες πολιτικούς ηγέτες (της αξιωματικής αντιπολίτευσης) μη αποδεχόμενοι συνάντηση, επειδή «δεν το επέτρεπε το πρωτόκολλο» –για να δεχθούν, λίγες μέρες μετά, τον αρχηγό του τρίτου κόμματος, ο οποίος υποθέτω λόγω απειρίας δέχθηκε–, κινούνται μεν σπασμωδικά μεταξύ Λονδίνου και Ουάσινγκτον, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι αυτές οι σχέσεις είναι εφήμερες και επίπλαστες.
Η μόνη φορά που το Παρίσι μπόρεσε να αντιμετωπίσει τη Γερμανία τους δύο τελευταίους αιώνες ήταν όταν ο Χίτλερ ηττήθηκε. Με τις συμφωνίες του 1955 που επαναλήφθηκαν το 1994 κυριολεκτικά κράτησαν τη Γερμανία δεμένη χειροπόδαρα. Σήμερα και παρά το γεγονός ότι η κατοχή πυρηνικών όπλων είναι μια διόλου αμελητέα παράμετρος, είναι αμφίβολο κατά πόσο το Παρίσι μπορεί να κάνει πολύ περισσότερα. Το πιο επικίνδυνο είναι εάν οι Γάλλοι συνεχίσουν να λειτουργούν σπασμωδικά.
Αυτά που ακούμε σήμερα μοιάζουν πολύ με τις αποφάσεις του 1991-92 όταν δημιουργήθηκε η ΟΝΕ: Ξανά με ημίμετρα στημένα στο πόδι επιχειρούν να δέσουν τον Γερμανικό γίγαντα με κλωστές. Για να ακριβολογούμε, όχι να τον δέσουν, αλλά να τον δεσμεύσουν με μεταφορές κάποιων χρηματοοικονομικών πόρων οι οποίοι θα αποτελούν τρύπα στο νερό μιας και το πρόβλημα δεν είναι οι τεμπέληδες έλληνες, ιταλοί, ισπανοί, πορτογάλοι ή κάποιοι άλλοι, αλλά ο άνισος οικονομικός ανταγωνισμός.
Κοντολογίς, μόνο αν κανείς είναι τυφλός δεν μπορεί να δει ότι η Ευρώπη παγιδεύτηκε θανάσιμα: Μια ανέφικτη πολιτική ένωση είναι προϋπόθεση μιας οικονομικής ένωσης, ενώ βήματα προς οικονομική ένωση σημαίνει υποταγή στον Γερμανικό γίγαντα. Το γεγονός ότι πολλοί είναι εγκλωβισμένοι μέσα σε διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες παρακρούσεις πολιτικά, κοινωνικά και ανθρωπολογικά ανεδαφικές είναι και το μεγάλο πρόβλημα της Ευρώπης σήμερα. Η στρατηγική και η πολιτική σκέψη είναι ελλειμματική και ο πολιτικός ορθολογισμός σπανίζει.
Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε να τονιστεί, αφορά το μέγα στρατηγικό ζήτημα των σχέσεων Βερολίνου – Μόσχας. Η σχέση αυτή εξελίσσεται σύμφωνα με την εγγενή φύση των εξελίξεων των δύο τελευταίων δεκαετιών: Η πανίσχυρη πλέον Γερμανία ατενίζει Ανατολικά, και όχι μόνο. Το κατά πόσο αυτό αποτελεί προϊόν Γερμανικού στρατηγικού σχεδιασμού είναι αδιάφορο. Σημασία έχει ότι, πλέον, για εγγενείς δομικούς οικονομικούς λόγους που σχετίζονται με αγορές και πρώτες ύλες η Γερμανία προσβλέπει σε ένα «ζωτικό χώρο» στην Κεντρική Ευρώπη και στην Ανατολική Ευρώπη. Όσον αφορά τον Ευρωπαϊκό Νότο αλλά όχι μόνο, με ψυχραιμία και σιγουριά που παγώνει, το Βερολίνο επιχειρεί να τον μετατρέψει σε εκποιημένο και εξαγορασμένο από αυτήν αποικιακό χώρο.
Σίγουρο είναι ότι ο κλασικός εξισορροπητής, δηλαδή το Λονδίνο, «κινείται». Το ζήτημα όμως είναι κατά πόσο υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να συγκρατηθεί και για να μετασχηματιστεί το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα. Εκτιμούμε πως είναι δύσκολο, αν όχι ανέφικτο. Όλα δείχνουν ότι τα πράγματα κινούνται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που δημιουργεί η υπερισχύουσα Γερμανική θέση.
Όμως, εδώ βρίσκονται και τα σπέρματα μιας μεγάλης αστάθειας: Ποτέ η Γερμανία δεν μπόρεσε να ηγεμονεύσει επί της Ευρώπης. Για στρατηγικούς λόγους που αφορούν την παγκόσμια κατανομή ισχύος και συμφερόντων οι Δυτικοί ποτέ δεν θα της το επιτρέψουν.
Διαχρονικά η θέση της Ρωσίας επί αυτού ήταν πονηρή και επαμφοτερίζουσα. Το στρατηγικό παίγνιο, αν και είναι δύσκολο, ευνοεί τη Μόσχα: Τυγχάνει σήμερα η Ρωσία να είναι η μόνη που διαθέτει πολιτική ηγεσία με ικανότητα θέασης του ιστορικού παρελθόντος και του μέλλοντος.

Στην Ελλάδα, μετά τις εκλογές της 6ης Μαίου λογικά έπρεπε να πάρουν το τιμόνι της διπλωματικής και οικονομικής διακυβέρνησης προσωπικότητες υψηλού πολιτικού και στοχαστικού κύρους, για να μπορέσουν να πλοηγήσουν το ελληνικό καράβι μέσα από τις συμπληγάδες. Το ίδιο ζήτημα τίθεται μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου.
Οι συμπληγάδες είναι πολλές και αλληλένδετες. Η διαπραγμάτευση μέσα στο ρευστό στρατηγικό και πολιτικοθεσμικό πεδίο που προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε πιο πάνω απαιτεί κομματικά αδιάφθορες προσωπικότητες υψηλού πολιτικού κύρους και διακεκριμένων επιδόσεων. Επιπλέον, η διαχείριση των πρωτογενών ελλειμμάτων θα πρέπει να συνδυαστεί με κοινωνική συνοχή, ευνομία και οικονομική ανάπτυξη.

12/6/2012

Σημείωση. Το κείμενο αναρτήθηκε στην διεύθυνση http://www.ifestosedu.gr/112ekloges12.htm  

Γι' αυτό δεν φοβάμαι


«ΘΑΛΑΤΤΑ - ΘΑΛΑΤΤΑ»

Του ΣΤΑΘΗ*

Τι θα ήταν η Ευρώπη χωρίς τον Προμηθέα δεσμώτη; Πέρασαν χιλιάδες χρόνια αλλά οι κλέφτες της φωτιάς των θεών, οι φωτοδότες άγγελοι πληρώνουν ακόμα με το συκώτι τους το ίδιο τίμημα. Εκπεσόντες άγγελοι με φυλαχτό εκείνους που μπορεί να πέσουν στο μέλλον - καθότι περνούν οι αιώνες και η απορία για την πείνα των παιδιών στα μάτια των αγγέλων που επιμένουν υψιπετείς κοιτάζει τον Λόγο κι απάντηση δεν παίρνει.
Τι θα ήταν η Ευρώπη χωρίς την τραγωδία του Οιδίποδα; Χωρίς την προσπάθεια του Σπάρτακου και χωρίς τις νύχτες του Μάρκου Αυρήλιου στους μαύρους γερμανικούς δρυμούς, να
σκύβει πάνω απ' το ερώτημα της Αντιγόνης αμφίθυμος, τη μια νύχτα σίγουρος, την άλλη να αμφιβάλλει...
Ερχόμαστε από μακριά, απ' την εποχή των φόβων και των χθόνιων θεών, κι ακόμα, χιλιάδες χρόνια μετά, με την ίδια επιφύλαξη βάζουμε το ένα πόδι μπροστά απ' το άλλο καθώς βαδίζουμε με τον Χικμέτ να έχει τραγουδήσει ότι «για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό, 
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο 
είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει,
είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε...»
Ερχόμαστε απ' την αρχή του χρόνου των ανθρώπων, κουβαλώντας στους ώμους μας το ξόανο της Τύχηςκαι τους από Μηχανής Θεούς μας, πολιτικά νήπια που όταν ενηλικιώνονται, άλλος γίνεται θηρευτής κι άλλος αγαθός και θεράπων - με τον ίδιο Απόλλωνα πάνω απ' το κεφάλι μας εκηβόλο και ιοβόλο, αλλά εν τω άμα θεραπευτή κι Αϊ-Γιώργη.
Τι θα ήταν η Ευρώπη, αν δεν μπορούσε να γράψει ο Γκορ Βιντάλ απ' την Αμερική για τον Ιουλιανό και να τον διαβάζει ένας φάρμερ, απογευματάκι στην Αυστραλία, πίνοντας μετά τον κάματο της ημέρας παγωμένη λεμονάδα...
Τι θα ήταν σήμερα η ταπεινότης μου που σας γράφει κι εσείς που διαβάζετε, χωρίς τη βιβλιοθήκη του Χρυσολωρά στη Βενετία;
Ερχόμαστε από πολύ παλιά, από την εποχή των πρώτων εντυπώσεων των ανθρώπων, όταν η «ροδοδάκτυλη Ιως» (καθώς ακόμα και σήμερα προσπαθούν να προφέρουν τη φράση με ερασμιακή προφορά οι φοιτητές στο Κέιμπριτζ και τη Λειψία) μάθαινε στον Ομηρο να λέει ιστορίες για τρεις χιλιάδες χρόνια ταξίδι, ερχόμαστε από την Αλεξάνδρεια, τη Μασσαλία, τη Ρώμη, τον Τάραντα την Πόλη και τα χωριά του Ερυμάνθου.
Αποικοι στην Οδησσό και πρόσφυγες απ' την Οδησσό, χιλιάδες χρόνια πηγαινέλα.
Γι' αυτό και δεν φοβάμαι τώρα αυτούς που βάζουν ανήλικα παιδιά σκλάβους να δουλεύουν και κρατούν άνεργους τους νέους, προσωρινώς νικούν οι τόκοι, προσωρινώς υπερισχύει ο «τρόμος και η αθλιότητα» του Δ' Ράιχ.
Κανείς δεν θα μας αλυσοδέσει, κανείς δεν θα μας εμποδίσει να βαδίζουμε , είτε στις διαδηλώσεις, είτε στους περιπάτους με τις αγάπες μας, τα παιδάκια μας και τα όνειρά μας.
Δεν θα αλωθούν οι Κυριακές που καθ-ιέρωσαν οι άνθρωποι. Εχουμε περάσει πολλά, είδαμε το προγονικό σαν έγινε «συντρίμμι η μάνα του η Μακεδονία» να τρέχει ικέτης στη Ρώμη και να εκλιπαρεί για αποφάσεις και χρησμούς.
Είδαμε ξεριζωμούς και θαύματα να μαρμαρώνουν, φάγαμε τη σκλαβιά με το κουτάλι, χωρίς το αλάτι από μας να σκύβει το κεφάλι, ερχόμαστε από πολύ παλιά, με αγίους και αντάρτες φωτογραφίες στα σαλονάκια μας και εικόνες στα σπίτια των ναυτικών και των ξενιτεμένων.
Φέρουμε στα φτερά μας ποιητές και ποιητές και ποιητές, γραμματικούς, μηχανικούς και γιατρούς.
Δασκάλους! τι θα ήμασταν χωρίς αυτούς;
Τι θα ήταν η Ευρώπη χωρίς τον Μαρξ, τον Νίτσε, τον Κρόμβελ και τον Νεύτωνα; τον Αρίσταρχο και τον Ιησού; Ερχόμαστε απ' το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία του 1936 κι απ' τη σημαία της Νίκης κατά του φασισμού να φτερουγίζει πάνω απ' το Ράιχσταγκ το 1945, ερχόμαστε τσιφ απ' τον Αμλετ και τον δον Κιχώτη, είμαστε όλοι παιδιά των γραμμάτων.
Κι όμως, ενώ ερχόμαστε από παλιά με αίματα ξεχρεωμένα (κι ας έλεγε ο Αισχύλος αλλιώς), με τα πένθη μας, νίκες και τις ήττες μας, κουταλάκι του γλυκού απ' τα χέρια μιας θείας μας πολύ ερωτικής, μας σταμάτησαν εδώ, σε ένα τοπίο ζοφερό. Με τους καρκινοπαθείς να μη βρίσκουν φάρμακο, τους σιδερένιους εργάτες μεροκάματο, τη μια αυτοκτονία του πλησίον μας να διαδέχεται άλλη και τους πιτσιρικάδες απελπισμένους σαν τους μακρυμάλληδες Αχαιούς, όταν τους έκαιγαν τα πλοία οι Τρώες.
Μας σταμάτησαν εδώ και προσπαθούν να μας «εμποδίσουν να βαδίσουμε», προσπαθούν να «μας αλυσοδέσουνε» οι αφιλοσόφητοι και οι τενεκέδες. Οι γεννηθέντες νεκροί.
Ο Πόλεμος, ο Φασισμός και ο Τόκος.
Για μιαν ακόμα φορά, για πολλοστή φορά.
«Τι θα ήταν η Ευρώπη χωρίς αυτήν την Τρόικα;» καγχάζει τώρα, είρων, ο Μεφιστοφελής στον εραστή της Μαργαρίτας, τι θα ήταν οι Ελληνες χωρίς τον «πάντων πατέρα πόλεμο», πώς θα έφθαναν την «τίμια ελληνική λαλιά» ως την Βακτρία, χωρίς τη σπάθη και το φάσγανο;
Κατάφραχτοι δεν είναι οι άγγελοι;
Και δεν έσφαξε της Τούρκας μάνας το παιδί ο Κομνηνός στις δόξες του και ύστερα ο Χιώτης, που γλίτωσε τη δική του σφαγή, για να σφάξει μετά ο γιος του άλλου θεού γιο στο Εσκί Σεχίρ;
Σκύβει, χιλιάδες χρόνια τώρα το κεφάλι του κάθε βράδυ ο Μάρκος Αυρήλιος πάνω απ' το ερώτημα της Αντιγόνης, τη μια νύχτα Κρέοντας, την άλλη να αμφιβάλλει...
Ισως με τα γράμματα να βγούμε από δω.
Σαν την «κινούμενη δημοκρατία» των μυρίων του Ξενοφώντα, αρκεί να συνεχίσουμε
να βαδίζουμε προς το θάλαττα - θάλαττα,
αρκεί να «μη μας αλυσοδέσουνε»...
*Δημοσιεύτηκε στο enikos.gr την Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Μένουμε εμείς οι «μικροί» άνθρωποι

Αυτά που μας έμειναν 
του Γιάννη Βαρουφάκη
Τον Απρίλιο του 2010, πριν υπογραφεί το Μνημόνιο 1, έγραφα σε αυτές τις σελίδες: «Έχουμε εμπλακεί σε μια ατέρμονη διαπραγμάτευση που μας σέρνει όλο και κοντύτερα σε ένα Αργεντίνικο τάνγκο εντός της ευρωζώνης, με την υποχρεωτική συμμετοχή και άλλων δεινοπαθούντων χωρών (π.χ. Ισπανία, Πορτογαλία – ακόμα και Γαλλία), του οποίου η λογική κατάληξη είναι ο προαναγγελθείς θάνατος του ευρώ.» Τον Ιανουάριο του 2011, αλλά και ξανά (ως υπενθύμιση) τον Ιανουάριο που μας πέρασε, ξαναέγραφα: «Αυτή η Κρίση, αν την αφήσουμε να εξελιχθεί …, δεν θα δείξει επιείκεια σε κανέναν. Δεν θα διαχωρίσει τον φαύλο από τον χρηστό, τον Γερμανό βιομηχανικό εργάτη από τον αργόσχολο του ΟΣΕ, τον ιδιωτικό από τον δημόσιο υπάλληλο, τον έλληνα μεροκαματιάρη στον Ορχομενό από τον Πολωνό μετανάστη στο Παρίσι.»
Έως εδώ. Έχω κουραστεί, και σας έχω κουράσει, με τον μακρόσυρτο θρήνο μου για την ευρωζώνη που χάνεται (κι όχι απλώς χάνουμε) όχι λόγω ανυπέρβλητων τεχνικο-οικονομικών προβλημάτων αλλά εξ αιτίας της οργανωμένης ανοησίας των ευρωπαίων ηγετών. Όχι ότι άλλαξα γνώμη ή ότι δεν έχει σημασία η αποδόμηση της Ευρώπης. Απλά, δεν έχει νόημα πια να επανέλθω άλλη μια φορά. Ο στόχος όλων σχεδόν των άρθρων μου τα δύο αυτά χρόνια ήταν να προειδοποιήσουν ότι πρόκειται για γενικευμένη Ευρωπαϊκή Κρίση και ότι το φάρμακο-συνταγή, που ξεκίνησε ως Made for Greece, θα δηλητηρίαζε (αντί να γιατρέψει) την Ήπειρό μας συνολικά. Φτάσαμε στο σημείο που, αυτή η «εκκεντρική» άποψη, δυστυχώς έχει μετατραπεί, λόγω των εξελίξεων, σε μια απλή περιγραφή της πραγματικότητας.
Το ερώτημα τίθεται λοιπόν: Και τώρα τι κάνουμε; Εκλογές έρχονται, οι πολιτικοί ψέλνουν ο καθένας το τροπάρι του, μανιφέστα δημοσιοποιούνται και συζητιώνται. Επιτρέψτε μου σε αυτό το κλίμα να καταθέσω κι εγώ τον δικό μου δεκάλογο-μανιφέστο. Δεν έχει σκοπό να αποτελέσει ολοκληρωμένο πρόγραμμα. Στόχος του είναι να λειτουργήσει ως κάλεσμα επιστροφής σε κάποιες ατομικές και συλλογικές αξίες που αποτελούν το τελευταίο όπλο που διαθέτουμε σε αυτό το σκηνικό κατάρρευσης. Δεν θα σας μιλήσω για μεταρρυθμίσεις του δημοσίου, για κοινωνικές πολιτικές, για το ασφαλιστικό. Δεν θα το κάνω επειδή όποιος κάνει τέτοιες εξαγγελίες, την ώρα που τα ταμεία είναι απολύτως άδεια (και δεν θα γεμίσουν ό,τι και να γίνει, με οποιαδήποτε κυβέρνηση), εξαπατάται και εξαπατά. Όχι, θα φτιάξω έναν δεκάλογο που να αναφέρεται στα «μικρά», τα οποία είναι τα μόνα που μας έμειναν, σε εμάς τους «μικρούς» ανθρώπους, για να οικοδομήσουμε κάτι από τα συντρίμμια. Φτάνει όμως ο πρόλογος. Προχωρώ στον δεκάλογο χωρίς να επεξηγώ τα σημεία του.
1. Να λειτουργούμε και να συμπεριφερόμαστε όλοι, η κάθε μία και ο καθένας μας, σαν να ζούμε στο Πανοπτικόν του Jeremy Bentham. Σαν όλος ο πλανήτης να μας βλέπει ανά πάσα στιγμή στις οθόνες όλων των κινητών, όλων των τηλεοράσεων, όλων των matrix στα στάδια της γης.
2. Να ξαφνιάζονται θετικά οι ξένοι κάθε φορά που έρχονται σε επαφή μαζί μας (ως τουρίστες, επιχειρηματίες, φοιτητές, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, γραφειοκράτες), κάνοντάς τους έτσι να αντρέπουν τις στερεότυπες προσδοκίες τους για εμάς.
3. Να νιώθουμε ντροπή κάθε φορά που βλέπουμε μια μεταχρονολογημένη επιταγή (είτε όταν την εισπράττουμε είτε όταν την εκδίδουμε).
4. Να νιώθουμε ντροπή που στην χώρα μας υπάρχει η έννοια των «αντικειμενικών αξιών» και τριπλή ντροπή αν συμμετάσχουμε σε αγοραπωλησία όπου δηλώνεται αυτή η «αξία» και όχι η πραγματική.
5. Να νιώθουμε ντροπή για κάθε εργαζόμενο που εργάζεται με μπλοκάκι, όσο ντροπή νιώθουμε όταν γιατρός ζητά φακελάκι (ή του προσφέρεται).
6. Κάθε φορά που νιώθουμε τέτοια ντροπή, να την δημοσιοποιούμε στο facebook και στο twitter, με ονόματα και διευθύνσεις.
7. Να διεθνοποιήσουμε τα μέτρα σύγκρισής μας: Κάθε φορά που πίνουμε καφέ, πάμε στο πανεπιστήμιο, μπαίνουμε στο λεωφορείο, ετοιμαζόμαστε να ανάψουμε τσιγάρο, να σκεφτόμαστε πως θα συμπεροφερόμασταν αν είμασταν στην Βιέννη ή στην Νέα Υόρκη – και να πράττουμε ανάλογα.
8. Να απαιτήσουμε η κοινή μας αναξιοποίητη, δημόσια περιουσία που πάει για ιδιωτικοποίηση να μην πουληθεί αλλά να δοθεί για 50 χρόνια το κάθε ακίνητο, ο ΟΣΕ ολόκληρος, για €1 το κομμάτι αλλά σε ανθρώπους με μεράκι, στην βάση του τι έχουν ήδη πετύχει στην ζωή τους, πόσα κεφάλαια θα φέρουν, του business plan που καταθέτουν.
9. Να σκεφτόμαστε συνεχώς όλοι μας πως θα κλέψουμε δουλειές, θέσεις εργασίας, όχι από τις γειτονικές χώρες αλλά από τις χώρες των δανειστών μας. Ως καταναλωτές που κατευθύνουν τις αγορές τους έξυπνα. Ως παραγωγοί που ντρέπονται να μην εξάγουν ούτε ένα κοντέινερ τον χρόνο στην Γερμανία (ή που εξάγουν ελαιόλαδο στην Ιταλία, όπου συσκευάζεται ως ιταλικό).
Στην Ελλάδα πάσχουμε από Ναπολεόντειο Σύνδρομο. Θεωρούμε ότι τα πάντα πρέπει να έρθουν από «τα πάνω», είτε πρόκειται για την κρατική επιδότηση είτε για τις μεταρρυθμίσεις που κι αυτές από «τα πάνω» τις περιμένουμε. Κι όμως. Σχεδόν τίποτα δεν πρέπει πλέον να περιμένουμε από εκεί. Εκεί «πάνω» το μόνο που υπάρχει είναι κρανίου τόπος. Μένουμε εμείς οι «μικροί» άνθρωποι εδώ στα «κάτω». Στο χέρι μας είναι οι «μεταρρυθμίσεις» που έχουμε πραγματικά ανάγκη και τις οποίες δεν χρειαζόμαστε κανέναν πολιτικό να τις εισαγάγει.
ΥΓ. Ξέρω, ξέρω. Υποσχέθηκα δεκάλογο και κατέθεσα εννέα σημεία μόνο. Το δέκατο δεν χρειάζεται, όσοι διαβάζετε αυτή την στήλη συστηματικά, να το περιλάβω επισήμως. Το γνωρίζετε καλά. Το αναφέρω για όσους «τυχερούς» με διαβάζετε για πρώτη φορά: «Να πούμε ΟΧΙ στην επόμενη δόση του Μνημονιακού δανείου, όσο δεν ακολουθείται από ένα πλάνο του πως θα ξοδευτεί το ποσό αυτό με τρόπο που να αφήνει περιθώριο αισιοδοξίας, έστω και μικρής, ότι θα μπορέσουμε να αποπληρώσουμε τόσo αυτό το ποσό όσο και τα υπόλοιπα χρέη.» (Βλ. εδώ για το επιχείρημα στα ελληνικά και εδώ για μια πιο πρόσφατη έκδοσή του στα «ξένα»).

Σλαβοϊ Ζίζεκ: Σώζοντας την Ελλάδα από τους σωτήρες της, θα σώσουμε την ίδια την Ευρώπη


....Σις Σημειώσεις για τον ορισμό της κουλτούρας, ο T.S. Eliot παρατήρησε ότι υπάρχουν στιγμές που η μόνη επιλογή είναι μεταξύ αίρεσης και απιστίας (μη πίστης) - δηλαδή, όταν ο μόνος τρόπος για να κρατήσεις ζωντανή μια θρησκεία είναι να προκαλέσεις μια θρησκευτική διάσπαση. Αυτή είναι η κατάσταση στην Ευρώπη σήμερα. Μόνο μια νέα «αίρεση» - που εκπροσωπείται αυτή τη στιγμή από τον ΣΥΡΙΖΑ - μπορεί να σώσει ό, τι αξίζει σωτηρία από την Ευρωπαϊκή κληρονομιά: τη δημοκρατία, την εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, την ισότιμη αλληλεγγύη κτλ. Η Ευρώπη στην οποία θα καταλήξουμε αν ο ΣΥΡΙΖΑ ηττηθεί θα είναι μια «Ευρώπη με Ασιατικές αξίες »- το οποίο, φυσικά, δεν έχει να κάνει με την Ασία, αλλά με την τάση του σύγχρονου καπιταλισμού να αναστείλει τη δημοκρατία.



Εδώ είναι το παράδοξο που στηρίζει την «ελεύθερη ψήφο» στις δημοκρατικές κοινωνίες: ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέξει, υπό την προϋπόθεση ότι θα κάνει τη σωστή επιλογή. Γι' αυτό, όταν γίνεται η λανθασμένη επιλογή (όπως όταν η Ιρλανδία απέρριψε το σύνταγμα της Ε.Ε.), η επιλογή αντιμετωπίζεται ως σφάλμα, και το κατεστημένο απαιτεί αμέσως η «δημοκρατική» διαδικασία να επαναληφθεί ώστε το λάθος να διορθωθεί. Όταν ο Γιώργος Παπανδρέου, ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός, πρότεινε ένα δημοψήφισμα για το σχέδιο διάσωσης της ευρωζώνης στο τέλος του περασμένου έτους, το ίδιο το δημοψήφισμα απορρίφθηκε ως λανθασμένη επιλογή.



Υπάρχουν δύο βασικές ιστορίες για την ελληνική κρίση στα μέσα ενημέρωσης: η γερμανική-ευρωπαϊκή ιστορία (οι Έλληνες είναι ανεύθυνοι, τεμπέληδες, φοροφυγάδες κτλ., και πρέπει να τεθούν υπό έλεγχο και να διδαχτούν δημοσιονομική πειθαρχία) και η Ελληνική ιστορία (η εθνική κυριαρχία μας απειλείται από την νεοφιλελεύθερη τεχνοκρατία που επιβάλλεται από τις Βρυξέλλες). Όταν κατέστη αδύνατο να αγνοήσει κανείς τα δεινά του ελληνικού λαού, μια τρίτη ιστορία προέκυψε: οι Έλληνες τώρα παρουσιάζονται ως θύματα ανθρωπιστικής κρίσης που έχουν ανάγκη από βοήθεια, σαν ένας πόλεμος ή μια φυσική καταστροφή να έπληξε τη χώρα. Ενώ και οι τρεις ιστορίες είναι λανθασμένες, η τρίτη είναι αναμφισβήτητα η πιο αηδιαστική. Οι Έλληνες δεν είναι παθητικά θύματα: είναι σε πόλεμο με το ευρωπαϊκό οικονομικό κατεστημένο, και αυτό που χρειάζονται είναι η αλληλεγγύη στον αγώνα τους, γιατί είναι και δικός μας αγώνας επίσης.



Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι ένας από τους κύριους τόπους δοκιμών ενός νέου κοινωνικο-οικονομικού μοντέλου δυνητικά απεριόριστης εφαρμογής: μια αποπολιτικοποιημένη τεχνοκρατία στην οποία οι τραπεζίτες και άλλοι ειδικοί θα έχουν τη δυνατότητα να κατεδαφίσουν τη δημοκρατία. Σώζοντας την Ελλάδα από τους λεγόμενους σωτήρες της, θα σώσουμε και την ίδια την Ευρώπη.


Ελεύθερη μετάφραση απο το London Review of Books _Επιμέλεια μετάφρασης: Αντώνης Γαλανόπουλος

η εξάντληση του άστρου


Μια καταπληκτική εικόνα ενός μυστηριώδους νεφελώματος κατέγραψε το τηλεσκόπιο Gemini που βρίσκεται στη Χαβάη. Το νεφέλωμα Sharpless 2-71 βρίσκεται στον αστερισμό του Αετού σε απόσταση 3.260 ετών φωτός από τη Γη και ανήκει στην κατηγορία των πλανητικών νεφελωμάτων.

Τα πλανητικά νεφελώματα
Παρά το όνομα τους αυτά τα πλανητικά νεφελώματα δεν σχετίζονται με πλανήτες. Δημιουργούνται όταν ένα άστρο όπως ο ήλιος μας μπαίνει στην τελική φάση της ζωής του με τα «καύσιμα» του (κυρίως το υδρογόνο) να εξαντλούνται. Όταν συμβαίνει αυτό τα εξωτερικά στρώματα του άστρου διαστέλλονται και η θερμοκρασία τους πέφτει δραστικά δημιουργώντας ένα τεράστιο νέφος σκόνης και αερίων. Η ακτινοβολία που εκπέμπεται από το άστρο ιονίζει το νεφέλωμα κάνοντας το να λάμπει. http://www.physics4u.gr/blog/?p=5120

με τον καιρό

Εικονες: Άνθη στα δύσκολα....πολύ δύσκολα Γιώργη

ΣΆΒΒΑΤΟ, 2 ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 2010


Άνθη στα δύσκολα....

.
. Όταν μέσα στ΄αγκάθια ανθίζουν τέτοια λουλούδια που σ΄αφήνουν άφωνο,
. όταν για πολύ καιρό, πίσω από την σιωπή και την ακινησία τους κρύβεται και προετοιμάζεται να ξεπροβάλει πάλι η ομορφιά,


. όταν αυτοί οι αγκαθωτοί κάκτοι μένουν για καιρό βαρείς, ακίνητοι, απειλητικοί, μόνο και μόνο για να εκραγούν ξαφνικά μ' αυτόν τον καταπληκτικό τρόπο που πάντα, κάθε φορά που το βλέπεις σε μαγεύει,

. δεν μπορεί παρά να ελπίζουμε οτι πίσω από την σκοτεινιά και την μιζέρια που κάποιοι με το ζόρι θέλουν να επιβάλλουν ώστε να κυριαρχήσουν στην ζωή μας, κάπου προετοιμάζεται το Φώς !

. Οτι κάποιοι δουλεύουν γι αυτό. Οτι σε κάθε επί μέρους χώρο, αυτό το φώς κάποιοι το κρατάνε φυλαγμένο σε σπίθες, σε μικρές μοναχικές φωτιές που, κάπου, κάποτε, θα αρχίσουν σιγά σιγά να ενώνονται για να το απλώσουν παντού !

. Οτι εξακολουθούν να δουλεύουν σκληρά και πολλές φορές μόνοι. Δίπλα στην απαισιοδοξία βλέπουν και την θετική πλευρά, δίπλα στην κρίση βλέπουν και τις ευκαιρίες, αλλά πάντα γνωρίζουν οτι η ζωή δεν χαρίζεται, κατακτιέται.

. Πού αγνοούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τα επί παραγγελία δελτία τών οκτώ που προσπαθούν να προωθήσουν τον πανικό, το άγχος, την εγκατάλειψη, την μοναξιά, την μιζέρια. Τα δελτία πού δεν υπάρχει κανένα γεγονός που να μην υπερτονίζουν την πιό απαισιόδοξη πλευρά του. Τα ΜΜΕ πού δεν υπάρχει αισιόδοξο γεγονός που δεν το υποβιβάζουν ή και που το θάβουν.
. Κάποιοι που δεν έχουν βουλιάξει στην γκρίνια, την μεμψιμοιρία, τις καταγγελίες και την αντίδραση πρός κάθε προσπάθεια που έχει ή νομίζουν πώς έχει κόστος.
. Πού όμως δεν ζούν στον κόσμο τους, που βλέπουν αλλά και αναγνωρίζουν την Κρίση. Οικονομική, Κοινωνική, Αξιών, Παιδείας, όμως με τον τρόπο του ο καθένας, προσπαθούν να την ξεπεράσουν μοιράζοντας κουράγιο και στούς υπόλοιπους.
. Υπάρχουν και στα ιστολόγια τέτοιοι άνθρωποι, και τούς χρωστάμε αυτό το φώς και πολλές ανάσες ελπίδας και αισιοδοξίας !


. Εγώ τουλάχιστον τούς χρωστάω ! Όταν κάποιες φορές μ' αγγίζει η απαισιοδοξία, ακουμπώ σ' αυτούς για λίγο και ξαναγίνομαι αισιόδοξος....Τούς περισσότερους δεν τούς ξέρω. Μπορεί και να μην έχω γράψει ούτε δυό γραμμές στο ιστολόγιό τους....
. Στην Θαλασσένια, τη logia, το Ξωτικό, τον Τσαλαπετεινό, τηνανεμόμυλο, τη Margo, την Τσαούσα, το Fractal, την Φοράδα, τοελληνάκι, το "your painted smile", τον Πολίτη, κι άλλους πολλούς. Πού είναι πολλοί πιά, γιατί η ζωή συνεχίζεται.....
. Σ' αυτούς τούς ανθρώπους που τούς χρωστάμε....

"...Ν' αγαπάς την ευθύνη. Να λες : Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω...."
. "Ασκητική" Νίκος Καζαντζάκης

Η συμβολή των "εξτρεμιστών" ;

You Pay Your Crisis: Ανοίγει η "πόρτα" για νέο κριτήριο ελλείμματος

Την πανευρωπαϊκή χρήση άλλου τρόπου μέτρησης του ελλείμματος που αλλάζει άρδην τα δεδομένα για την Ελλάδα προωθούν Ε.Ε. και ΔΝΤ. Το διαρθρωτικό έλλειμμα προσμετρά το ύψος της ύφεσης και φέτος θα μπορούσε να είναι ακόμη και 2,6% αντί για 7,3% του ΑΕΠ που εκτιμάται το επίσημο έλλειμμα.
Αν ολοκληρωθούν γρήγορα οι διαδικασίες θα αποτελέσει έναν ακόμη παράγοντα αλλαγών στο Μνημόνιο που ήδη… «ψήνονται». Περιλαμβάνουν, σύμφωνα με πληροφορίες, παράταση προσαρμογής για 1-3 έτη, μέτρα σε στάδια, έμφαση στη φοροδιαφυγή, αντικατάσταση επαχθών παρεμβάσεων, άμεση καταβολή περισσότερων κονδυλίων του ΕΣΠΑ και ευρωομόλογα επενδύσεων. πλήρες άρθρο

Τι εστί Τράπεζα σήμερον


...Το απεχθές παιχνίδι των ημερών
Οι τράπεζες πρέπει να ανακεφαλαιωθούν. Αυτό θα ήταν απαραίτητο ανεξάρτητα από το «κούρεμα» του δημόσιου χρέους. Ο συντελεστής μόχλευσής τους ήταν τέτοιος (βλ. πιο πάνω) που μια οικονομική ύφεση της τάξης του -5% για μια μόνο χρονιά θα τις οδηγούσε, έτσι κι αλλιώς, στην πτώχευση. Παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες λειτούργησαν καταστροφικά (και αυτοκαταστροφικά) για πολύ καιρό (θυμάστε τα εορτοδάνεια, τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που αγόραζαν σαν να ήταν σοκολατάκια;), και σπατάλησαν βουνά κερδών στον βωμό της μόχλευσης, καμία κοινωνία δεν μπορεί να συνέλθει, καλώς ή κακώς, αν δεν βγουν από την μαύρη τρύπα οι τράπεζές της.
Η ανακεφαλαίωση δεν μπορεί να γίνει, βέβαια, από ιδιωτικά κεφάλαια. Ποιος επενδυτής ρίχνει τα χρήματά του σε μια μαύρη τρύπα, από την οποία δε θα τα ξαναπάρει ποτέ; Κανείς. Να γιατί η Ευρώπη αποφάσισε να κάνει αυτό που κάποιοι φωνάζουμε ότι έπρεπε να έχει γίνει πριν δυο χρόνια: η επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με δημόσιο, ευρωπαϊκό χρήμα. Αυτό, τελικά, αποφασίστηκε να γίνει, έστω και καθυστερημένα. Χρήματα που δανείζεται το EFSF εκ μέρους ολόκληρης της ευρωζώνης, θα δοθούν στις τράπεζες όχι ως δανεικά αλλά ως «έγχυση» νέων κεφαλαίων. [Μην ξεχνάμε ότι ο πτωχευμένος δεν σώζεται με νέα δάνεια – κεφάλαια χρειάζεται.]
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν θα πρέπει να γίνει «μετάγγιση» κεφαλαίων από το ευρωπαϊκό δημόσιο στις ιδιωτικές τράπεζες. Αυτό είναι (και πρέπει να είναι) δεδομένο. Το ερώτημα είναι: Με τι ανταλλάγματα; Η άποψη που πασχίζουν να περάσουν στην κοινή γνώμη τραπεζίτες και κυβέρνηση είναι ότι τα ανταλλάγματα πρέπει να είναι τέτοια που να αποφευχθεί, πάση θυσία, η κρατικοποίηση των τραπεζών. Κι επειδή στην Ελλάδα, η λέξη «κράτος» δεν ηχεί πολύ χειρότερα από την λέξη «μαφία», ο κόσμος τείνει να αποδεχθεί αυτή την άποψη. Την άποψη που λέει ότι το κράτος πρέπει, ως αντάλλαγμα, να πάρει είτε «ομολογίες» είτε μια άλλη μορφή μετοχών που δεν δίνουν στον κάτοχό του δικαίωμα συμμετοχής ή ελέγχου της διοίκησης.
Αν αυτή η «άποψη» περάσει, ο ελληνικός λαός θα έχει, άλλη μια φορά, συναινέσει στις ραδιουργίες μιας αρπακτικής διαπλεκόμενης συμμαχίας κράτους και επιτήδειων ιδιωτών που στόχο έχουν την διαφύλαξη των συμφερόντων τους εναντίον τόσο του κοινωνικού συνόλου όσο και των τραπεζών της χώρας. Αν η κυβέρνηση Παπαδήμου, στην εκπνοή της, περάσει την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με τρόπο που αφήνει στο απυρόβλητο την διαπλοκή μεταξύ των μετόχων, διευθυντών, και πιστωτών των τραπεζών η οποία τις έριξε στον γκρεμό (την οποία περιέγραψα πιο πάνω), θα έχει καταφέρει το μεγαλύτερο πλήγμα στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας μετά το Μνημόνιο. Αν μια τέτοια τεράστια αποτυχία της διοίκησης των τραπεζών μας δεν οδηγήσει στην απώλεια της εξουσίας επί των τραπεζών των μεγαλο-μετόχων-διευθυνόντων που συμμετείχαν με τόση χαρά και ευεξία στο φαγοπότι της μόχλευσης, η κυβέρνηση θα έχει στείλει το εξής μήνυμα στους τραπεζίτες: Ξαναθρέψτε το τέρας της μόχλευσης – ο φορολογούμενος, αν όχι ο Έλληνας τότε σίγουρα ο Ευρωπαίος, εδώ είναι!
Επίλογος: Ο θρίαμβος της Πτωχοτραπεζοκρατίας επί του καπιταλισμού
Μέσα στην αγωνία του «συστήματος» μεγαλο-μετόχων των τραπεζών, πιστωτών των τραπεζών και των υποτιθέμενων ρυθμιστών των τραπεζών (δηλαδή των κυβερνώντων που πασχίζουν να διατηρήσουν μια «συγκινητικά» στενή σχέση με τους τραπεζίτες) να μην χάσουν τον έλεγχο αυτής της χήνας που γεννά τα χρυσά αυγά, ακούμε τους εκπροσώπους τους στα ΜΜΕ, στην Βουλή κλπ να αποτροπιάζονται με την ιδέα ότι το κράτος θα πάρει κοινές μετοχές ως αντάλλαγμα για τα κεφάλαια που φορτώνεται ως νέο χρέος για να τα δώσει στις τράπεζες. Πρόκειται για ανείπωτη υποκρισία.
Κάποτε, οι φιλελεύθεροι επιχειρηματολογούσαν εναντίον των κρατικοποιήσεων στην βάση ότι ήταν υποχρεωτικές, δηλαδή ότι το κράτος σου έπαιρνε την επιχείρηση με το έτσι θέλω, σου έδινε μια γελοία αποζημίωση και σε πέταγε στον δρόμο. Όμως η σημερινή περίπτωση διαφέρει ριζικά. Το κράτος δεν έχει καμία όρεξη να βάλει χέρι στις τράπεζες. Οι τράπεζες ζητιανεύουν κεφάλαια από το κράτος. Μόνο που δεν θέλουν να δώσουν ως αντάλλαγμα αυτό που πρέπει: ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Ποτέ έως τώρα δεν είχα ακούσει επιχείρημα εναντίον των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων του δημοσίου. Γιατί περί αυτού πρόκειται: Από την μία οι τράπεζες θα πτωχεύσουν χωρίς τα κεφάλαια του δημοσίου, και ζητούν κεφάλαια από το δημόσιο. Από την άλλη θέλουν να τα πάρουν χωρίς να είναι ούτε δανεικά (καθώς δάνεια παίρνουν αβέρτα από την ΕΚΤ, με επιτόκιο 1%, χωρίς να τις σώζουν, πτωχευμένες ούσες) ούτε και να αποδίδουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στους φορολογούμενους που δανείζονται για να τα πάρουν.
Όσο για το επιχείρημα ότι αν συμμετέχει το δημόσιο πιο δυναμικά στο μετοχικό κεφάλαιο των ιδιωτικών τραπεζών, τότε οι τράπεζες θα γίνουν κρατικοδίαιτες, διεφθαρμένες και αναποτελεσματικές, η απάντησή μου είναι η εξής: Όπως είδαμε πιο πάνω, εδώ και καιρό, ιδιωτικές τράπεζες (με την σωστή έννοια του επιθετικού προσδιορισμού) δεν υπάρχουν. Σε ολόκληρο τον κόσμο, και ιδίως στην χώρα μας, οι τράπεζες έχουν μετατραπεί σε αρπακτικά μορφώματα ιδιωτικο-κρατικού χαρακτήρα. Οπότε ας αφήσουμε τις ανοησίες περί ανάγκης να αποφευχθεί η κρατικοποίηση των ιδιωτικών τραπεζών. Αυτά είναι λόγια που σκοπό έχουν την τρομοκράτηση της κοινωνίας ώστε να συναινέσει στις επιταγές της Πτωχοτραπεζοκρατίας (ένα καθεστώς που δίνει την μέγιστη εξουσία στους πιο πτωχευμένους τραπεζίτες) η οποία έχει υπονομεύσει πλήρως τον... καπιταλισμό.
Τι θα έπρεπε, λοιπόν, να συζητάμε σήμερα; Θα έπρεπε να συζητάμε όχι το αν θα δοθούν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των τραπεζών στους φορολογούμενους που δανείζονται για να επανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες, αλλά τι μορφή πρέπει να πάρουν αυτά τα δικαιώματα ώστε και οι τράπεζες να ορθοποδήσουν και η οικονομία να πάρει ανάσες. Κι επειδή ούτε κι εγώ (όπως οι περισσότεροι) δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη στους κυβερνώντες μας (ούτε στους σημερινούς ούτε και στους επόμενους), μετά χαράς να συζητήσουμε μια σειρά από καινοτόμες, δημοκρατικές, τεχνοκρατικές λύσεις. Π.χ. από την στιγμή που τα κεφάλαια έρχονται από το EFSF, γιατί να μην πάρει τις μετοχές των τραπεζών το…EFSF (το οποίο να μπορεί να ορίσει, κατά το δοκούν, Ευρωπαίους τεχνοκράτες στα ΔΣ των τραπεζών ώστε να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των Ευρωπαίων πολιτών που δανείστηκαν αυτά τα χρήματα); Μάλιστα, κάτι τέτοιο θα μας έδινε την δυνατότητα να αιτηθούμε από την ΕΕ τα κεφάλαια αυτά να μην βαρύνουν το ελληνικό δημόσιο χρέος, μιας και τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα θα περάσουν απ’ ευθείας στην ευρωζώνη.
Λύσεις υπάρχουν που ούτε επιβραβεύουν την υφιστάμενη Κλεπτοκρατία μετόχων-διευθυντών-πολιτικών ούτε και οδηγούν τις τράπεζες στην αγκαλιά του ελληνικού δημοσίου. Όσοι όμως σήμερα κόπτονται για τον κίνδυνο «κρατικοποίησης» των τραπεζών, και όσοι διαπραγματεύονται μαζί τους στο Μαξίμου, προσφέρουν χέρι βοήθειας στην Πτωχοτραπεζοκρατία που επιβουλεύεται τόσο την ελληνική οικονομία όσο και τις ελληνικές τράπεζες. 

Προαπαιτούμενα ελπίδας

Προαπαιτούμενα ελπίδας | ΘΕΜΑΤΑ | Protagon

του Γιάννη Βαρουφάκη

Η ήττα της παράταξης του Μνημονίου οφείλεται σε κάτι πολύ απλό: Η λογική του Μνημονίου δεν μπορούσε σε καμία των περιπτώσεων (όσο χρηστή και αποτελεσματική να ήταν η διακυβέρνηση των δύο μνημονιακών κυβερνήσεων που είχαμε) να πετύχει τον βασικό στόχο του Μνημονίου: την αποτροπή – μέσω τεράστιων δανείων και αυστηρής λιτότητας – της πτώχευσης του δημοσίου και της περαιτέρω βύθισης της πραγματικής οικονομίας στην όλο και επιταχυνόμενη Ύφεση. (Πόσο δε μάλιστα που η εν λόγω διακυβέρνηση κάθε άλλο παρά αποτελεσματική ήταν!)

Η ήττα της Αντιμνημονιακής παράταξης θα έρθει (εκτός κι αν μεσολαβήσει μια αλλαγή στάσης από τον Σύριζα) λόγω μιας άλλης εξ ίσου στυγνής πραγματικότητας: Η Ελλάδα μπορεί να βγει από αυτή την Κρίση με τις δικές της δυνάμεις όσο μπορούσε το Ohio, ανεξάρτητα και αυτόνομα από την υπόλοιπη Αμερική, να βγει από την Μεγάλη Ύφεση το 1931. Σε καμία των περιπτώσεων! Μας αρέσει δεν μας αρέσει, η τύχη της Ελλάδας είναι αναπόσπαστα δεμένη με εκείνη της υπόλοιπης ευρωζώνης. Όσο βαυκαλιζόμαστε ότι μπορούμε να διαχωρίσουμε την πορεία μας από την Ευρώπη και, με τις δικές μας δυνάμεις, να πορευτούμε σε ένα καλύτερο αύριο, δημιουργούμε τις συνθήκες μιας συντριπτικής ήττας της ελπίδας ότι η Αντιμνημονιακή ψήφος θα βγει σε καλό.

Εδώ λοιπόν έγκειται η ουσία της υπόθεσης ...συνέχεια εδώ

Ανεργία και ΑΕΠ στην Ε.Ε.



Δείκτες ανεργίας και εξέλιξης του ΑΕΠ , πρίν και μετά την κρίση.
Ποιός , εντός και εκτός χώρας και Ε.Ε. , μπορεί να επαίρεται ότι προσφέρει βοήθεια και λύσεις;

































 

"Μετά την λιτότητα" του Joseph E. Stiglitz


Η φετινή ετήσια συνάντηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου κατέστησε σαφές ότι η Ευρώπη και η διεθνής Κοινότητα παραμένει ακυβέρνητη, όσο αφορά την οικονομική πολιτική. Η ηγεσία της οικονομίας, από τους υπουργούς οικονομικών ως  τα στελέχη ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, επανέλαβαν το συνηθισμένο «μάντρα»: οι χώρες σε κρίση πρέπει να τακτοποιήσουν το σπίτι τους, να μειώσουν τα ελλείμματά τους, να μειώσουν το εθνικό τους χρέος, να προωθήσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να προωθήσουν την ανάπτυξη. Πρέπει να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη, ειπώθηκε επανειλημμένα.

Είναι ελάχιστα χρήσιμο να ακούμε τέτοιες παραινέσεις από εκείνους που, κρατώντας τα ηνία των κεντρικών τραπεζών, των Υπουργείων Οικονομικών και των ιδιωτικών τραπεζών, οδήγησαν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χείλος της καταστροφής – και δημιούργησαν το συνεχιζόμενο χάος. Ακόμη χειρότερα, όταν σπάνια εξηγείται πώς να τετραγωνίσουμε τον κύκλο. Πώς μπορεί να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη, όσο οι  οικονομίες σε κρίση κάνουν βουτιά στην ύφεση; Πώς μπορεί να αναβιώσει η ανάπτυξη,  όταν η λιτότητα, σχεδόν με βεβαιότητα θα σημαίνει περαιτέρω μείωση της συνολικής ζήτησης, στέλνοντας ακόμα χαμηλότερα την παραγωγή και την απασχόληση;

...Η Ευρώπη , ως σύνολο, δεν είναι σε κακή δημοσιονομική κατάσταση΄ ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ είναι συγκρίσιμος με αυτόν των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν κάθε πολιτεία των  ΗΠΑ ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για τον προϋπολογισμό της, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών όλων των παροχών ανεργίας,τότε και  η Αμερική, θα αντιμετώπιζε δημοσιονομική κρίση. Το μάθημα είναι προφανές: το σύνολο είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών. Αν η Ευρώπη – κυρίως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – δανειζόταν και επαναδάνειζε , το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της Ευρώπης θα μειωνόταν, δημιουργώντας χώρο για δαπάνες που θα προωθούσαν την ανάπτυξη και την απασχόληση.

...Υπάρχουν ήδη ιδρύματα εντός της Ευρώπης, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις  που απαιτούν οικονομικούς πόρους, στις οικονομίες που διψούν για ρευστότητα. Η ΕΤΕπ θα πρέπει να επεκτείνει τις δανειοδοτήσεις της. Είναι ανάγκη να αυξηθούν οι πόροι που διατίθενται για την υποστήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων – κύρια πηγή δημιουργίας θέσεων εργασίας, σε όλες τις οικονομίες – κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό, δεδομένου ότι η συρρίκνωση της πίστωσης των τραπεζών πλήττει πολύ σκληρά τις επιχειρήσεις αυτές.

...Οι οδύνες που η Ευρώπη υποφέρει, ιδίως οι φτωχοί και οι νέοι, είναι περιττές. Ευτυχώς, υπάρχει εναλλακτική λύση. Αλλά η καθυστέρηση της κατανόησής της θα έχει μεγάλο κοστος  και ο χρόνος της Ευρώπης εξαντλείται.πλήρες άρθρο

Εθνικά όρια , ευρωζώνη και ευρωπαϊκή συνομοσπονδία;

"A Centerless Euro Cannot Hold" by Kenneth Rogoff | Project Syndicate

Με την ανεργία των νέων να αγγίζει το 50% σε χώρες της ευρωζώνης, όπως η Ισπανία και η Ελλάδα,  θυσιάζεται  μια γενιά για χάρη του ενιαίου νομίσματος, που περιλαμβάνει μια ομάδα πολύ διαφορετικών χωρών για να είναι βιώσιμο; Εάν ναι, η διεύρυνση της ένταξης στο ευρώ πραγματικά εξυπηρετεί τον προφανή στόχο της Ευρώπης για την μεγιστοποίηση της οικονομικής ολοκλήρωσης, χωρίς κατ' ανάγκη να επιτευχθεί η πλήρης πολιτική Ένωση ;

Τα καλά νέα είναι ότι η οικονομική έρευνα έχει μερικά πράγματα να πει σχετικά με το αν η Ευρώπη θα πρέπει να έχει ενιαίο νόμισμα. Τα κακά νέα είναι ότι έχει καταστεί όλο και πιο σαφές ότι, τουλάχιστον για τις μεγάλες χώρες, οι νομισματικές ζώνες θα είναι εξαιρετικά ασταθείς, εκτός αν αυτές διατηρούν τα εθνικά όρια. Κατ'ελάχισο οι νόμισματικές ενώσεις απαιτούν μια Συνομοσπονδία με πολύ μεγαλύτερη συγκέντρωση εξουσίας μέσω φορολογικών και άλλων πολιτικών, από ό, τι οι Ευρωπαίοι ηγέτες οραματίζονται για τη ζώνη του ευρώ.πλήρες άρθρο

Μία μέρα μετά τις εκλογές: Η αποδόμηση του εκλογικού αποτελέσματος ήδη έχει ξεκινήσει


Αναρτήθηκε από: Μήλιος Χρήστος

Το Πολιτικό Κέντρο Θεσσαλονίκης θεωρεί τα αποτελέσματα των εκλογών εντελώς συγκυριακά. Δεν παγιώνουν καμιά νέα ισορροπία. Το σκηνικό παραμένει ρευστό και ευμετάβλητο και ως εκ τούτου επιρρεπές σε μεγάλες ανακατατάξεις στο άμεσο μέλλον.

Μια μέρα μετά τις εκλογές η αποδόμηση του εκλογικού αποτελέσματος έχει ξεκινήσει. Όλα τα κόμματα πλέον (και μέσω των διερευνητικών εντολών) έχουν αρχίσει να διαμορφώνουν την επόμενη προεκλογική τους ταχτική.

Στο μάτι του κυκλώνα ο μεγάλος νικητής της 6ης Μαΐου που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. (που είναι σε φανερή αδυναμία να διαχειριστεί τη νίκη του)

Ο τιμωρητικός χαρακτήρας της ψήφου προς το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. είναι αυτός που κύρια διαμόρφωσε το τελικό αποτέλεσμα. Είναι αυτός που συνέβαλε:

- στην δραματική συρρίκνωση της εκλογικής δύναμης των δύο κομμάτων εξουσίας, σε απρόβλεπτο ποσοστό,

- στην ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε δεύτερο κόμμα

- στην μεγάλη άνοδο των Ανεξάρτητων Ελλήνων που μαζί με την Χρυσή Αυγή συνθέτουν μια δυναμική πλέον παρουσία της άκρας Δεξιάς στη νέα βουλή.

Χαμένοι των εκλογών στο χώρο των «μικρών» πρέπει να θεωρούνται όσοι δεν κατόρθωσαν και σε αυτή τη φάση να αξιοποιήσουν την τεράστια φθορά του δικομματισμού (ΚΚΕ, οι Οικολόγοι, η Δημοκρατική Συμμαχία, η Δράση, Κοινωνική Συμφωνία κ.ά.).

Η ΔΗΜΑΡ αποτελεί ειδική περίπτωση χαμένου-κερδισμένου μιας και το ποσοστό της γνώρισε μεγάλες διακυμάνσεις. Το 6% είναι σημαντικό ποσοστό αλλά είναι αυτό στο οποίο κατέληξε μετά από μια κούρσα ανόδου που υποχώρησε θεαματικά.

Με βάση τα τελικά αποτελέσματα των εκλογών ο σχηματισμός κυβέρνησης είναι άκρως προβληματικός έως αδύνατος. Η μοναδική περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης σε αυτή τη φάση, εκ των πραγμάτων αφορά, την συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. (με ή χωρίς άλλες υποστηρίξεις). Άλλη λύση προς το παρόν δεν υπάρχει. Τα περί αριστερής πρότασης εξουσίας κλπ. απέχουν μακράν της πραγματικότητας.

ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. συνεχίζουν, παρά την τεράστια μείωση της δύναμής τους, να αποτελούν τα κατεξοχήν κόμματα εξουσίας. Ο δικομματισμός, σαν σύστημα διακυβέρνησης συνεχίζει να υφίσταται. Μέσα από αυτόν περνάν οι όποιες κυβερνητικές λύσεις. Η συμμετοχή άλλων δυνάμεων, συμπληρωματικών, είναι δευτερεύον ζήτημα. Την πραγματικότητα αυτή είμαστε υποχρεωμένοι να την αναγνωρίσουμε. Όσο κι αν αυτό δεν μας αρέσει.

Στη μακρά μεταβατική περίοδο που περνάμε και σε κάποια φάση, είναι επόμενο να υπάρξει κι άλλη (ή κι άλλες) κυβερνητικές εκδοχές. Αυτές εν τω μεταξύ θα έχουν μορφοποιηθεί σαν εναλλακτική λύση στο χώρο της αντιπολίτευσης και πριν τις εκλογές. Τέτοιο πράγμα σήμερα δεν υπάρχει. Πέρα από το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. όλες οι άλλες δυνάμεις ή δεν συζητάν καθόλου στο επίπεδο κυβερνητικών προτάσεων είτε συζητάν εντελώς προσχηματικά ( νάχαμε να λέγαμε). Όλοι λίγο- πολύ βολεύονται στην αντιπολίτευση. Το ΚΚΕ, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, και η Χρυσή Αυγή, πρώτοι από όλους και σε μόνιμη βάση. Ακολουθούν ΣΥΡΙΖΑ, ΔΗΜΑΡ με ανέφικτες κυβερνητικές προτάσεις (και το μυαλό πάντα στην εύκολη αντιπολίτευση).

Όλα αυτά βέβαια μπορούν να συμβαίνουν και να μη δημιουργούν κανένα πρόβλημα όσο κανείς παραμένει στη μιζέρια του και δεν διαταράσσει τις υπαρκτές ισορροπίες. Όταν όμως περνά σε επίπεδο κυβερνητικών ευθυνών (λόγω συσχετισμού δύναμης ) τότε τα πράγματα αλλάζουν. Τίθεται αυτόματα ενώπιον των ευθυνών του.

Ο αποκλεισμός της αριστεράς από την εξουσία αποτέλεσε μόνιμη φροντίδα των καθεστωτικών δυνάμεων επί δεκαετίες. Σήμερα κάτι τέτοιο δεν ισχύει ή για νάμαστε πιο ακριβείς δεν ισχύει με τους παλιούς όρους. Υπάρχει βέβαια πάντα μια ανησυχία και ανασφάλεια σε κάθε εκλογική άνοδο της αριστεράς. Ακόμα και για την κυβερνητική αλλαγή του ΄81 στην Ελλάδα υπήρξαν κάποιοι τριγμοί. Ομαλοποιήθηκε όμως πολύ σύντομα η κατάσταση.

Αλλά κι η σχέση της αριστεράς με την εξουσία έχει τροποποιηθεί. Δεν συνδέεται με κοινωνικές ανατροπές, σοσιαλισμούς, κομμουνισμούς και τέτοια (τουλάχιστον στον ανεπτυγμένο κόσμο και στην Ευρώπη). Τώρα αν το ΚΚΕ θέλει στα λόγια να ευαγγελίζεται λαϊκές εξουσίες και κομμουνισμούς αυτό μπορεί να το κάνει άνετα (και να μη φοβίζει κανέναν) όσο παραμένει καθηλωμένο στο 8-10%. Από κεί και πέρα τα πράγματα αλλάζουν (κι αυτό το γνωρίζει όσο κανένας άλλος η ηγεσία του ΚΚΕ).

Η αριστερά λοιπόν πρέπει νάχει σαφή γνώση για το πού τελειώνει ο αντιπολιτευτικός ρόλος και που αρχίζει η υπόθεση των κυβερνητικών της ευθυνών. Αν δεν το γνωρίζει αυτό θα υποστεί τις συνέπειες αυτής της άγνοιάς της. Δεν τελεί ούτως ή άλλως υπό καθεστώς κυβερνητικού αποκλεισμού. Κι ο ΣΥΡΙΖΑ δυστυχώς αυτό δεν το γνωρίζει. Όντας πλέον δεύτερο κόμμα δεν μπορεί να συμπεριφέρεται σαν αντιπολίτευση και να υπεκφεύγει τις κυβερνητικές ευθύνες. Τα δύο κόμματα εξουσίας θα αποδομήσουν τη νίκη του και θα επανακάμψουν ως η μόνη δυνατή κυβερνητική εκδοχή. Άλλωστε στις νέες αναπόφευκτες εκλογές, δεν θα υπάρχει η τιμωρητική ψήφος, αλλά η ψήφος για λύση κυβερνητική. Η Ελληνική κοινωνία θα εμφανίσει την άλλη της όψη, την συντηρητική, αυτή τη φορά, του φόβου και της ανασφάλειας (κι όχι την απορριπτική). Αυτά όσο η πολιτική θα παίρνει μέρος με τους μεταπολιτευτικούς καθιερωμένους όρους και δεν κάνει τις αναγκαίες σύγχρονες υπερβάσεις που είναι αναγκαίες για την αναγέννησή της.

Για το ΠΟ.ΚΕ.ΘΕ.
Μήλιος Χρ.

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΜΗΛΙΟΣ ΧΡ.

..............................................................................................................................................................
Η αναπόφευκτη εσωτερική υποτίμηση
Και η μετάθεση των ευθυνών

...Οι συζητήσεις μέχρι στιγμής ελάχιστα διαφωτίζουν το ζήτημα. Το πολιτικό σύστημα αναλώνεται αποσπασματικά σε διενέξεις για κάποια μέτρα και αγωνιά για το δικό του μέλλον. Οι οικονομολόγοι περιφέρουν τις ελλιπείς και μονομερείς γνώσεις τους στα κανάλια, οι δημοσιογράφοι υπερασπίζονται το φιλο-λαϊκό τους προφίλ (όσο και με όποιο τρόπο μπορεί ο καθένας) και η Αριστερά καταθέτει τον αναχρονισμό της, την ολική επιστροφή στα παλιά (στον αντι-ευρωπαϊσμό του ‘75, τα ανεξαρτησιακά προτάγματα, τις κρατικοποιήσεις των τραπεζών κι όχι μόνο, τη δραχμή κλπ. κλπ.). Κι ακόμα χωρίς νάχει καμιά πολιτική ανάπτυξη η ίδια (ίσα- ίσα το αντίθετο) και χωρίς να υπάρχει κανένα ανεπτυγμένο πολιτικό κίνημα στην Ελλάδα θέτει και ζητήματα εξουσίας με βάση τις… σφυγμομετρήσεις.

Το πολιτικό κενό αφορά απουσία πολιτικών και πολιτικών διαδικασιών. Απουσία στρατηγικών αναζητήσεων. Ούτε οι δανειακές συμβάσεις ούτε τα μνημόνια απαντούν σε αυτό το θέμα ούτε βέβαια και τα μέτωπα εναντίων αυτών. Το θέμα της χρηματοδότησης σήμερα ταυτίζεται με το πρόβλημα της μελλοντικής οικονομικής μας επιβίωσης. Είναι πέρα από τις δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια που κινούνται σε έναν ορίζοντα πρόσκαιρης διάσωσης. Μετά την δεύτερη δανειακή σύμβαση και το μνημόνιο plus τι θα γίνει;

Οι διεθνείς αγορές μπορεί να κλείσανε για την Ελλάδα, οι δανειακές όμως ανάγκες της Ελλάδας παραμένουν στο ίδιο σχεδόν επίπεδο στο οποίο υπήρχαν την εποχή που δανείζονταν η χώρα μας ελεύθερα από τις αγορές. Οι δανειακές ανάγκες της Ελλάδας ορίζονται από το βιοτικό της επίπεδο που είναι πολύ υψηλότερο από αυτό που της αντιστοιχεί. Αυτό το βιοτικό επίπεδο, κατά τους νέους δανειστές μας, την Ε.Ε. και το ΔΝΤ, πρέπει να μειωθεί. Γιατί έτσι θα μειωθούν και οι δανειακές μας ανάγκες που την κάλυψή τους έχουν αναλάβει προσωρινά αυτοί. Τίποτα πιο λογικό κι αναμενόμενο απ’ τη μεριά τους.

Η εσωτερική υποτίμηση είναι το πρώτο που πρέπει να λύσουμε σαν κοινωνία. Τα αναπτυξιακά έπονται. Πριν την ανάπτυξη υπάρχει πάντα η σταθεροποίηση. Εμείς είμαστε μακράν και αυτής. Η Ελληνική οικονομία πρέπει να ανακόψει την καθοδική της πορεία. Να ισορροπήσει σε ένα οπωσδήποτε χαμηλότερο επίπεδο. Να σταθεροποιηθεί σε αυτό και μετά να επιδιώξει την ανάκαμψη. Αυτή προϋποθέτει επενδύσεις, οι επενδύσεις προϋποθέτουν είτε εσωτερική συσσώρευση κεφαλαίων (από πού άραγε;), είτε προσέλκυση ξένων κεφαλαίων (με τι συγκριτικά πλεονεκτήματα;) είτε σύναψη νέων δανείων (από ποιες αγορές;). Όλα αυτά συνιστούν οικονομικές προκλήσεις των ημερών.

Το μοντέλο της πλασματικής ευμάρειας, που υπερασπιζόμαστε ακόμα, έχει λάβει τέλος. Καιρός να συγχρονιστούμε με τα νέα δεδομένα. Το μοντέλο αυτό ήταν προϊόν μιας εποχής που παρήλθε ανεπιστρεπτί. Η Ελληνική κοινωνία οφείλει να αναπροσαρμοστεί όσο οδυνηρό και αν είναι κάτι τέτοιο, όσα ανθρώπινα δράματα κι αν προκαλεί.

Το αναπόφευκτο, ως γνωστόν, δεν το επιλέγεις, δεν μπορείς να το αποφύγεις ούτε να το αποτρέψεις. Είσαι υποχρεωμένος να το υποστείς. Η εσωτερική υποτίμηση θα γίνει είτε παραμείνουμε στην Ευρωζώνη (με απ’ ευθείας περικοπές εισοδημάτων αλλά και δαπανών σε όλους ανεξαίρετα τους τομείς) είτε βγούμε έξω από αυτήν (με υποτίμηση της δραχμής). Διαφορές υπάρχουν αλλά η ουσία είναι ότι και στις δυο περιπτώσεις η υποτίμηση θα είναι σημαντική. Η Ελληνική οικονομία θα πρέπει να ισορροπήσει σε ένα πολύ χαμηλότερο επίπεδο από το σημερινό που δεν μπορεί ακριβώς να προσδιοριστεί. Δεν γνωρίζουμε αν θα είναι επίπεδο Ινδίας ή Βουλγαρίας ή κάποιας άλλης χώρας, καθώς για να μιλήσουμε γι’ αυτό θα πρέπει να έχουμε ακριβή γνώση της κατάστασης στην οποία έχουμε περιέλθει και τα περιθώρια που έχουμε για ανάπτυξη στο μέλλον.

Οι υποστηρικτές της δραχμής ενώ την επιλέγουν γιατί παρέχει την δυνατότητα άσκησης νομισματικής πολιτικής (δηλ. την δυνατότητα υποτίμησης) δεν αναφέρονται καθόλου στην αναγκαστική πτώση του βιοτικού επίπεδου που θα επιφέρει αυτή.

Όλα τα παραπάνω κάνουν φανερό ένα άμεσο πολιτικό πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας. Την έλλειψη μιας επεξεργασμένης πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης από την μεριά της Ελλάδας.

Αντί να διαπραγματευόμαστε παθητικά κάθε φορά με την Τρόικα, για τα μέτρα λιτότητας που προωθεί, θα μπορούσαμε μόνοι μας να είχαμε σχεδιάσει μια διαδικασία σταδιακής εσωτερικής υποτίμησης. Με προτεραιότητες, επιλεγμένα και αξιολογημένα κόστη, με δίκαιες κοινωνικές κατανομές βαρών. Στη βάση ενός οικονομικού προγράμματος προσαρμογής που θα στηρίζονταν στη διάσωση βασικών καταχτήσεων και στην κατάργηση εκτεταμένων προνομίων και παρασιτικών λειτουργιών, σε διαρθρωτικές αλλαγές επώδυνες αλλά αναγκαίες και μεταρρυθμίσεις στο Κράτος που να το περιορίζουν και να το ορθολογικοποιούν.

Όλα αυτά μοιάζουν «με όνειρα θερινής νυχτός», με προτάσεις που κινούνται στον κόσμο της φαντασίας, στο απραγματοποίητο της πολιτικής μας ζωής. Κι έτσι είναι.Τέτοιου είδους οικονομικό πρόγραμμα το Ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν έχει κι ούτε πρόκειται να αποκτήσει ποτέ.

Έτσι όμως η εσωτερική υποτίμηση θα γίνεται με αναγκαστικό, άναρχο και κοινωνικά άδικο τρόπο (μέσω μνημονίων όσο θα υπάρχουν κι αυτά). Και σε αυτή την περίπτωση το αναπόφευκτο δεν μπορεί να μεταφράζεται σε παθητική αποδοχή των μέτρων. Νομοτελειακά τα μέτρα θα προκαλούν κοινωνικές εντάσεις έστω κι αν είναι προδικασμένη η έκβασή τους. Και εκεί αναπτύσσονται ιδεολογικά μέτωπα (αντι-μνημονιακά, αντι-ευρωπαϊκά, αντιδυτικά, αντιγερμανικά) και γίνεται μετάθεση ευθυνών από το πολιτικό σύστημα στην Τρόικα.

Για όλα πλέον φταίει το μνημόνιο και οι Γερμανοί. Οι αρχηγοί των Ελληνικών κομμάτων διαπραγματεύονται σκληρά, βάζουν κόκκινες γραμμές, αντιστέκονται κι υποχωρούν τελικά κάτω από αφόρητες πιέσεις.

Καλύτερη από-ενοχοποίηση του πολιτικού συστήματος δεν μπορεί να υπάρξει. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Για όλα φταίνε οι ξένοι. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ελληνική κοινωνία καταφεύγει στη δαιμονοποίηση του ξένου παράγοντα. Η ιστορία έχει ρίζες βαθιές. Μέσα από αυτή τη διαδικασία συγκροτείται κι αναπαράγεται συνεχώς ο ιστορικός μύθος για το δίκαιο των Ελλήνων, τους εθνικούς κατατρεγμούς, τις ευθύνες των ξένων. Έτσι λειτουργεί η συλλογική αντίληψη, όλο το σύστημα των συλλογικών συμπεριφορών στην Ελλάδα.

Ο δύσκολος δρόμος της αυτογνωσίας

Πολλές λοιπόν και διάφορες οι πολιτικές προκλήσεις των ημερών. Στρατηγικού και ταχτικού χαρακτήρα. Προκλήσεις που εκτείνονται από τα προβλήματα της καθημερινότητας, που γίνονται ολοένα πιο σκληρά, και φθάνουν μέχρι την αναζήτηση μιάς γενικής διεξόδου. Το θέμα είναι μέσα από πιο πρίσμα αντιμετωπίζονται όλα αυτά.

Όσο η κρίση εξαπλώνεται τόσο το τοπίο στην Ελληνική κοινωνία γίνεται πιο θολό κι αδιευκρίνιστο. Από την μια έχουμε τις υπόγειες διεργασίες που συντελούνται και συνιστούν την αθέατη πλευρά της πραγματικότητας που όμως δεν έχει ακόμα πάρει το δρόμο της εξωτερίκευσης (κι άρα κανείς δεν ξέρει τι θα βγάλει), και από την άλλη έχουμε την συνέχιση των πρακτικών του παρελθόντος που δημιουργούν την αίσθηση πως παρ’ όλη την τεράστια κρίση που περνάμε πολύ δύσκολα, σε αυτόν τον τόπο, κάτι θα αλλάξει. Από κάθε άποψη πρόκειται για μια μεταβατική περίοδο όπου το νέο κυοφορείται ενώ το παλιό συνεχίζει να υπάρχει.

Το παλιό δεν αφορά μόνο τον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Κύρια έχει να κάνει με το διαμορφωμένο επίπεδο κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής συνείδησης.

Το οικονομικό αδιέξοδο που βιώνουμε είναι δύσκολο με τις σημερινές συνθήκες να τύχη οποιασδήποτε άλλης αντιμετώπισης. Ποιοι όμως είναι οι όροι που μπορούν να διαμορφώσουν σταδιακά μια διαφορετική συνείδηση στην Ελληνική κοινωνία;

Πάνω σε αυτή την πρόκληση θα πρέπει να επικεντρωθούμε.

Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχει αδυναμία να κατανοηθούν οι διεθνείς όροι της Ελληνικής κρίσης, οι καταναγκαστικοί περιορισμοί, οι αδύνατες αυτονομίες, τα ανύπαρκτα περιθώρια διαπραγμάτευσης, οι υποχρεωτικές προσαρμογές.

Όλη η σχέση με το διεθνές περιβάλλον γίνεται αντιληπτή μέσα από φοβικά σύνδρομα.Οι ξένοι που επιβουλεύονται την ανεξαρτησία μας και θέλουν να επιβάλουν μια νέα κατοχή, να ιδιοποιηθούν τις περιουσίες μας κλπ. κλπ.

Η Ελληνική κοινωνία αδυνατεί να δει τον εαυτό της μέσα στον σύγχρονο κόσμο με όρους ανταγωνισμού και συνύπαρξης.

Η δραματική μείωση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας φανερώνει την έλλειψη, βασικά, ανταγωνιστικού πνεύματος. Η Ελληνική κοινωνία έχει, για χρόνια τώρα, επαναπαυθεί στον καταναλωτισμό της. Δεν την έχει απασχολήσει το μέλλον της στον σύγχρονο κόσμο, δεν τοποθετείται μέσα σε αυτόν ανταγωνιστικά, δεν πάλεψε και δεν διεκδίκησε να καταλάβει κάποια θέση στο νέο υπό διαμόρφωση διεθνή καταμερισμό. Έμεινε έξω από τις διεθνείς εξελίξεις στην οικονομία.

Η έννοια της συνύπαρξης, από την άλλη, αφορά την ένταξη στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι. Καμιά κρίση δεν είναι ανεξάρτητη ούτε μπορεί να ανεξαρτοποιηθεί. Η ιδεοληπτική εμμονή στην ύπαρξη εθνικής λύσης στην κρίση, μας γυρίζει πίσω σε ανεξαρτησιακούς αναχρονισμούς και τριτοκοσμικές αναζητήσεις.

Οι σχηματοποιήσεις του τύπου δραχμή ή Ευρώ δεν βοηθούν καθόλου και στην κατανόηση της κρίσης και στην διαχείρισή της. Η κρίση δεν είναι νομισματική (δεν την προκάλεσε το Ευρώ) μπορεί όμως να εξελιχθεί σε τέτοια. Δεν μπορεί όμως να αντιμετωπισθεί και έξω από το Ευρώ με νομισματικά μέσα (υποτίμηση δραχμής - επιτόκια). Η διαχείριση των κρίσεων σήμερα ξεπερνά κατά πολύ την παλιά συνταγή των νομισματικών μέτρων.

Η αντίθεση στο μνημόνιο δεν μπορεί να ταυτίζεται με την άρνηση κάθε αλλαγής. Ακόμα και για μόνιμα διαρθρωτικά προβλήματα. Το μνημόνιο δεν περιλαμβάνει μόνο περικοπές μισθών, συντάξεων και νέους φόρους. Στην προσπάθεια εσωτερικής υποτίμησης και δημοσιονομικής πειθαρχίας περιλαμβάνει μια σειρά αναπτυξιακά μέτρα (απελευθέρωση επαγγελμάτων, ιδιωτικοποιήσεις, αποδοτικότητα του κράτους, απελευθέρωση ωραρίου κλπ.) για τα οποία δεν έχει γίνει ακόμα πρακτικά τίποτα.

Στην ιστορία των Δημόσιων οικονομικών των τελευταίων τριάντα χρόνων έχουν πολλά να γραφτούν για οικονομικές λογικές και νοοτροπίες που μας οδήγησαν ως εδώ. Αυτές ακριβώς έχουν και την μεγαλύτερη σημασία. Όχι τόσο τα πρόσωπα και τα κόμματα που μας κυβέρνησαν και που δεν ήταν παρά διαχειριστές μιας δεδομένης κοινωνικής συνείδησης και λιγότερο διαμορφωτές της.

Η γνώση του παρελθόντος, η γνώση των οικονομικών στρατηγικών που εφαρμόστηκαν και των ιδεών που υπήρξαν κυρίαρχες είναι αυτή που μπορεί να βοηθήσει στο ξεπέρασμα των σημερινών αγκυλώσεων. Μέσα από αυτήν μπορούν να ανατραπούν τα στερεότυπα του παρελθόντος και οι φόβοι του μέλλοντος, ότι δηλ. συνιστά τον συντηρητισμό των ημερών μας.

Μόνο μέσα από μια ουσιαστική διαδικασία αυτογνωσίας σαν κοινωνία μπορούμε να ελπίζουμε σε μια οικονομική και πολιτική διέξοδο. Θα μπορέσουμε να την αποκτήσουμε; Πλήρες άρθρο




ΑΝΑ "ΔΗΜΟΤΕΥΣΗ" ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

του Κώστα Νικολάου


Ένα πρωτότυπο στο είδος του βιβλίο κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2012 με τίτλο «Remunicipalisation: Putting Water Back into Public Hands» (Επαναδημοτικοποίηση: Επιστρέφοντας το νερό σε δημόσια χέρια) με συγγραφείς τους: Martin Pigeon, David A. McDonald, Olivier Hoedeman, Satoko Kishimoto και εκδόθηκε από τους διεθνείς φορείς: Corporate Europe Observatory (CEO), Transnational Institute (TNI), Municipal Services Project (MSP). Το βιβλίο είναι το προϊόν δύο ετών διεθνών ερευνών, όπου εξετάζεται η νέα τάση για επαναδημοτικοποίηση του νερού, αναλύοντας τα αίτια του νέου αυτού παγκόσμιου φαινομένου και αξιολογώντας τα αποτελέσματα της ιδιωτικής και της δημόσιας διαχείρισης των συστημάτων ύδρευσης.

Οι πόλεις σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζουν τις αποτυχίες της ιδιωτικοποίησης του νερού. Η άνιση πρόσβαση, η αθέτηση υποσχέσεων, οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι και τα σκανδαλώδη περιθώρια κέρδους, ωθούν τους δήμους και τους πολίτες να ξαναπάρουν τον έλεγχο αυτής της βασικής υπηρεσίας. Αυτό το νέο βιβλίο εξετάζει αυτήν την αναπτυσσόμενη τάση, κατά την οποία οι πόλεις παντού σε όλο τον κόσμο παίρνουν πίσω τον έλεγχο των συλλογικών συστημάτων του πόσιμου νερού. Αναλύεται η μετάβαση από την ιδιωτική στη δημόσια διαχείριση του πόσιμου νερού, εξετάζοντας τα παραδείγματα σε Παρίσι, Hamilton, Buenos Aires, Dar es Salaam και Μαλαισία.
Στην πορεία προς τη βελτίωση της δημόσιας διαχείρισης του νερού απεικονίζονται τα οφέλη και οι προκλήσεις της δημόσιας ιδιοκτησίας, αλλά το βιβλίο αναδεικνύει επίσης τον ασφυκτικό κλοιό των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και του ελέγχου των εταιρειών, που επιχειρούν να βάλουν το νερό στο πλαίσιο της ευρύτερης συζήτησης σχετικά με τις «εναλλακτικές για την ιδιωτικοποίηση» και αντλεί διδάγματα από αυτές τις εμπειρίες για τη μελλοντική δράση υπέρ της δημόσιας διαχείρισης.

Το βιβλίο έρχεται να συμπληρώσει την υπάρχουσα διεθνή αρθρογραφία πάνω σε σχετικές έρευνες (βλ. μια επισκόπηση ερευνών και αρθρογραφίας στο: http://www.dialektika.gr/2012/03/blog-post.html) και διατίθεται ελεύθερα στο διαδίκτυο στη διεύθυνση :