το επαχθές καθήκον


Το πελατειακό κράτος και η Αριστερά

Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Ελευθεροτυπία, 17/07/2010


Μια ανάμνηση από τα μαθητικά μου χρόνια που ίσως σας θυμίσει κάτι: Οποτε αναγκαζόμουν να μελετήσω για τις εξετάσεις -την τελευταία στιγμή, ως συνήθως- ανακάλυπτα χίλια δυο πράγματα τα οποία έπρεπε οπωσδήποτε να κάνω, όπως ένα πολύ σημαντικό βιβλίο που όφειλα επιτέλους να διαβάσω ή εκείνη την ταινία για την οποία όλοι μιλούσαν κι εγώ δεν μπόρεσα ακόμα να δω. Δηλαδή ο,τιδήποτε θα με απάλλασσε από το επαχθές καθήκον, αλλά με τη συνείδησή μου καθαρή.

Κάπως έτσι αντιδρά η Αριστερά όταν τίθεται θέμα πελατειακού, διεφθαρμένου, αναποτελεσματικού και σπάταλου κράτους. Φυσικά, λένε, είμαστε εναντίον. Προέχουν όμως άλλα. Γιατί αν εστιάσουμε εκεί την κριτική μας, θα την πληρώσουν οι μικροί και θα γλιτώσουν οι μεγάλοι κλέφτες, τα μεγάλα συμφέροντα. Κοντολογίς, υπάρχει πρόβλημα αλλά δεν είναι της παρούσης. Κι αυτό μου θυμίζει κάτι άλλο: το «στρίβειν διά του αρραβώνος». Δηλαδή γλιτώνουμε από κάτι που όντως δεν θέλουμε, αποδεχόμενοι στα λόγια μια ήπια εκδοχή του. 

Για να περάσει όμως η Αριστερά το εν λόγω μήνυμα, φρόντισε να καλλιεργήσει τρεις μύθους, οι οποίοι έχουν αποκτήσει την ακαμάχητη αίγλη του αυτονόητου.

Μύθος πρώτος: η διαφθορά στον δημόσιο τομέα και η λαμογιά στον ιδιωτικό είναι δύο διακριτές ασθένειες και για να πατάξουμε τη μία θα πρέπει να κάνουμε τα στραβά μάτια για την άλλη. Στην πραγματικότητα όμως τα δοχεία συγκοινωνούν. Κατά κανόνα οι μπάζες γίνονται με ανάμιξη ή ευθύνη του Δημοσίου. Τα τεράστια ποσά από τις προμήθειες για τα νοσοκομεία μπήκαν μόνο σε τσέπες ιδιωτών; Εκείνοι οι προκλητικοί μεγαλοφοροφυγάδες με τις παράνομες επαύλεις τους δεν λάδωσαν κάποιους στην εφορία ή την πολεοδομία; Και επιτέλους, γιατί είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέξουμε ποια από τις δύο κατηγορίες θα κυνηγήσουμε; Τι μας εμποδίζει να βάλουμε στο στόχαστρο και τους ιδιώτες που κλέβουν και τους διεφθαρμένους δημόσιους «λειτουργούς»;

Μύθος δεύτερος: για το πελατειακό κράτος δεν ευθύνεται η Αριστερά αλλά τα κόμματα εξουσίας, που διορίζουν αβέρτα στο Δημόσιο με αντάλλαγμα ψήφους. Ως εδώ η διάγνωση είναι απόλυτα ακριβής. Συμβαίνει όμως το εξής περίεργο και άκρως ελληνικό, το οποίο περνάει απαρατήρητο: Μόλις διοριστούν, η Αριστερά αναλαμβάνει την υπεράσπισή τους (με το βαθύ και «κοινωνικό» ΠΑΣΟΚ από κοντά). Δηλαδή οποιαδήποτε προσπάθεια εξυγίανσης, οποιαδήποτε καταγγελία, προσκρούει στην αντίδραση της Αριστεράς με το σκεπτικό ότι βάλλεται ο δημόσιος τομέας και οι εργαζόμενοι. Γιατί, σύμφωνα με την πάγια άποψη των προοδευτικών δυνάμεων, εκεί που τελειώνει η κακή πλουτοκρατία, αρχίζει ο καλός λαός. (Στο σημείο αυτό, ο μακαρίτης ο Μαρξ αρχίζει να γυρίζει σαν σβούρα στον τάφο του).

Μύθος τρίτος (και φαρμακερός): Οποιος επικρίνει το Δημόσιο, το κάνει με απώτερο σκοπό την ιδιωτικοποίησή του. Χωρίς αμφιβολία, κάποιοι ή μάλλον πολλοί κάτι τέτοιο έχουν κατά νου. Το λένε μάλιστα και οι ίδιοι. 

Υπάρχει όμως και μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση: για να σωθεί το Δημόσιο στους χαλεπούς νεοφιλελεύθερους καιρούς μας, πρέπει να γίνει αυτό που υπόσχεται το όνομά του: ο χώρος όπου ανθεί η αίσθηση του κοινού αγαθού, της ανιδιοτέλειας και της κοινωνικής προσφοράς. Οχι ένα εκτροφείο διαφθοράς ή ένα μαγαζί που φροντίζει μόνο για τους δικούς του ανθρώπους. Δυστυχώς, η Αριστερά, ξεχνώντας το δίδαγμα της ιστορίας ότι ο δημόσιος τομέας πρώτα απαξιώνεται και μετά ιδιωτικοποιείται, αδυνατεί να καταλάβει ότι κανείς δεν βοηθάει τόσο πολύ τους νεοφιλελεύθερους όσο εκείνοι που ανέχονται τις αμαρτίες του Δημοσίου με την πρόφαση ότι υπερασπίζονται τους εργαζόμενους. (Εδώ ο Μαρξ ανεβάζει στροφές)...

Οδυσσέας Ελύτης: Και το κέρδος; Ποιο είναι;

Οδυσσέας Ελύτης: Οι άνθρωποι έχουν απαλλαγεί από κάθε παιδεία | TVXS - TV Χωρίς Σύνορα

Οπόταν, βέβαια, θα ρωτήσει ο άλλος: Και το κέρδος; Ποιο είναι; 
Απάντηση: Όλα και τίποτα.
Είναι η μυστική κίνηση των πραγμάτων, κάτι που διπλασιάζει την ικανότητά σου ν’ αντιλαμβάνεσαι τη ζωή και που αποτελεί μια πρόσβαση στο πραγματικό νόημα της ελευθερίας. Επειδή – να το πούμε κι αυτό - ελευθερία δεν είναι να κινείσαι ανεμπόδιστα στο πεδίο που σου έχει δοθεί. Να διευρύνεις αυτό το πεδίο, και δη κατά τη διάσταση της αναλογίας των αισθήσεων, αυτό είναι. Διαθέτοντας καινούριες μονάδες για τη μέτρηση του κόσμου. […]
Ένα ρυάκι δεν είναι απλώς λίγό νερό που κατρακυλάει τον κατήφορο. 
Είναι η λαλούσα κι εύχαρις υποδήλωση της παιδικής ηλικίας των πραγμάτων. 
Λίγη ξερή, τριμμένη στα δάχτυλά σου, μέντα σε πάει ολόισια στη σκέψη των Ιώνων. 
Τα χάδια σου είναι η μετάθεση μιας απαλής μουσικής, με όλα τα andante και τα allegro της, πάνω στην επιδερμίδα. 
Κι εκείνο το φυτό αντικρύ σου, που διαιρεί άνισα πλην σωστά τον χώρο, είναι η αόρατη γεωμετρία που διέπει στο βάθος ολάκερη την οικουμένη. 
Να, αυτή είναι μια ελευθερία πραγματική, που έχει τη δύναμη τη γενική ν’ αναστέλλει όλες τις επιμέρους αναστολές σου και να σε κάνει, κάθε φορά που τρως μια συναγρίδα ψητή, να τρως κι από λίγο Αιγαίο, με αντίς λεμόνι δυο τρεις οξείς στίχους του Αρχίλοχου. 
Υπερβολές; Δε νομίζω. Μάλλον ακριβολογίες.
Ιδέστε πώς μια συκιά μαλώνει τον άνεμο με τα ροζιάρικα κλαδιά της
• ακούστε, την ώρα που βραδιάζει, τα γαβγίσματα των σκύλων, πώς σχηματίζουν έναν ορίζοντα πέρα εκεί στην ακροποταμιά, και θα καταλάβετε.
Κι αν δεν καταλαβαίνετε, τότε ρεμβάσετε. Μείνετε πολλή ώρα, μέχρις απελπισίας, μόνος, και ρεμβάσετε. 
Αλλά προσοχή: όχι καθόλου αναμασώντας τα αισθήματά σας
• απλώς ανατοποθετώντας τα πράγματα γύρω σας.

Σε τριάντα χρόνια...



«Ξόδεψα πολύ καιρό γράφοντας για ανθρώπους που καταστρέφουν και αφιέρωσα πολύ λίγο χρόνο για να καλύψω προσπάθειες ανθρώπων που δημιουργούν»

Πηγή:http://www.kathimerini.gr
Της Μαριας Κατσουνακη
Μας έβαλε δύσκολα ο Γιάννης Τροχόπουλος, διευθύνων σύμβουλος του Κέντρου Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος. Μιλώντας την περασμένη Τετάρτη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη με θέμα τα Ιδρύματα σε περίοδο κρίσης, ζήτησε να συστρατευτούμε «σε κάτι που δεν θα ζήσουμε εμείς, αλλά τα παιδιά μας». «Η Εθνική Βιβλιοθήκη θα λαμπρύνει την ιστορία του τόπου σε 30 χρόνια από τώρα».

Για μια κοινωνία που εκπαιδεύτηκε να καταναλώνει μόνο σε χρόνο παρόντα και όχι να επενδύει στο μέλλον, όποια προοπτική υπόσχεται μακροπρόθεσμα οφέλη αποτελεί άγνωστη συνθήκη. Πώς, λοιπόν, θα εργαστούμε για κάτι ασαφές, σημαντικό μεν -ποιος θα διαφωνούσε- αλλά καθόλου χειροπιαστό, σχεδόν άυλο; Επίσης, τι ακριβώς σημαίνει «θα λαμπρύνει την ιστορία του τόπου»; Πώς μπορεί να καταυγάσει η μάθηση, η εκπαίδευση, μια χώρα με απαξιωμένη δημόσια εκπαίδευση και κλειστά πανεπιστήμια;

Κι όμως· σε αυτήν την ταραγμένη εποχή, που καμία επόμενη μέρα δεν είναι ίδια με την προηγούμενη, οι βιβλιοθήκες αποτελούν θέμα συζήτησης διεθνώς: στην Αμερική, στην Ασία, στην Ευρώπη. Αλλάζει η πρόσληψη της γνώσης, ο τρόπος που αντλούμε την πληροφορία, η αξιολόγηση της μνήμης, η διαμόρφωση της σκέψης, η σχέση μας με τα βιβλία. Οι βιβλιοθήκες αλλάζουν. Πώς;

Σε ένα κατατοπιστικό κείμενο στην ιστοσελίδα του προγράμματος Future Library διαβάζουμε: «Στο παρελθόν η βιβλιοθήκη είχε ως επίκεντρο τα βιβλία. Στο μέλλον, τον αναγνώστη. Στο παρελθόν αποτελούσε χώρο αναζήτησης πληροφοριών. Πλέον, βοηθά στη δημιουργία της πληροφορίας και την επικοινωνία της στο κοινό. Κάποτε, ήταν τόπος για τους μοναχικούς ανθρώπους. Στο μέλλον, είναι τόπος συγκέντρωσης και δραστηριοποίησης ομάδων. Στη βιβλιοθήκη του παρελθόντος όλα περιστρέφονταν γύρω από οδηγίες, κανόνες και την επικρατούσα πολιτική του χώρου. Τώρα, επικεντρώνεται στην άνεση, στην εξυπηρέτηση και προσέγγιση του κοινού ανάλογα με τις ανάγκες του. Στο παρελθόν, η εκτύπωση και αναπαραγωγή συγγραμμάτων ήταν το σύνηθες. Στο μέλλον, έχει ως έργο την ανάπτυξη πολυποίκιλων συγγραμμάτων - το τύπωμά τους, την ηχητική και οπτική αναπαραγωγή τους».

Ο «knowledge worker» του 21ου αιώνα είναι άνθρωπος πολλαπλών δεξιοτήτων: ευέλικτος, προσαρμοστικός, χωρίς αμετακίνητα γνωστικά αντικείμενα, που επιδίδεται στη διά βίου εκπαίδευση. Ενας νέος ανθρωπότυπος που σμιλεύεται στη βιβλιοθήκη του μέλλοντος. Για την ακρίβεια: δεν διαμορφώνεται έξω από αυτήν, γιατί ό,τι περιλαμβάνει τη γνώση δεν είναι αποκομμένο από την κοινωνία. Αντίθετα· αποτελεί κομβικό σημείο της, εστία εξέλιξης και ωρίμανσης. 

«Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Σιγκαπούρης ανέκαμψε όταν προσανατολίστηκε στην εκπαίδευση, στη βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού», σημειώνει ο Γ. Τροχόπουλος. Ηταν, πριν από δυο μήνες, ανάμεσα στους επίσημους προσκεκλημένους της νεόδμητης και εντυπωσιακής κατασκευής στο Μπέρμιγχαμ, της μεγαλύτερης βιβλιοθήκης της Ευρώπης. «Είχε 300 επίσημους τη μία μέρα και 10.000 επισκέπτες την επόμενη. Κινδυνεύουμε, αν δεν προνοήσουμε, να βιώσουμε την απόλυτη αντιστροφή. Να έχουμε 10.000 κόσμο στα εγκαίνια και 300 την επόμενη μέρα», είχε σχολιάσει μετά την επιστροφή του, αναφερόμενος στο έργο του Ρέντσο Πιάνο στο Φαληρικό Δέλτα. «Εκεί, υπάρχει το κοινό. Εδώ, πρέπει να το δημιουργήσουμε».

Οι εκστρατείες φιλαναγνωσίας καλλιεργούν τη συνήθεια από τη μικρή ηλικία. Αρκεί; Συνέργειες, συνεργασία. Με τις ανά την Ελλάδα βιβλιοθήκες και τις τοπικές κοινωνίες. Αρκεί; Συνεχείς πειραματισμοί, άνοιγμα σε όλα τα κοινωνικά πεδία. 

Ο Δημήτρης Πρωτοψάλτου (επικεφαλής του Future Library) αναρωτιέται; «Ποιοι είναι το βασικό μας κοινό; Οι φτωχοί, εκείνοι που δεν μπορούν να αγοράσουν βιβλία ή κομπιούτερ, που δεν έχουν να πληρώσουν φροντιστήριο, οι μετανάστες, οι κάτοικοι των απομακρυσμένων περιοχών. Στην Ελλάδα, ο αριθμός των ανθρώπων αυτών έχει γιγαντωθεί. Γι’ αυτό, ενώ τα κρατικά κονδύλια για τις Βιβλιοθήκες έχουν μειωθεί κατά 80%, η επισκεψιμότητά τους έχει αυξηθεί».

Οι ψηφίδες του παζλ έχουν κοινωνική ταυτότητα. Οι τάξεις των αναγνωστών θα πυκνώνουν όσο οι εκστρατείες φιλαναγνωσίας λειτουργούν χωρίς αποκλεισμούς. Η δουλειά που πρέπει να γίνει, σε όλα τα μέτωπα, είναι σύνθετη και εντατική. 

Ειδικά στην Ελλάδα της καχυποψίας, των διαχωριστικών γραμμών, που εντάθηκαν με την κρίση, του εσωτερικού διχασμού και της εξωτερικής αδιαφάνειας. Οι διαδρομές που χαράσσονται, είναι διαδρομές στην ομίχλη. Οσο πιο ενθαρρυντικά εμφανίζονται τα αποτελέσματα της προσπάθειας τόσο η ατμόσφαιρα θα γίνεται πιο διαυγής. Τόσο ο χρόνος δεν θα είναι μέλλοντας αλλά παρόντας. Θα μας περιβάλλει. Κάθε βήμα θα εγγράφεται στο σώμα της κοινωνίας, όσο μικρό και αν είναι. Προοπτική είναι αυτή ακριβώς η συστράτευση σε έναν σκοπό. Η ελάχιστη αλλά λυσιτελής εργασία. Ούτως ή άλλως -πρέπει να το επαναλαμβάνουμε διαρκώς- οι σημαντικές μετατοπίσεις προετοιμάζονται δεκαετίες νωρίτερα. Εδραιώνονται μέρα τη μέρα, κερδίζονται αθόρυβα και επίμονα. Μονότονα, σχεδόν πληκτικά. Χωρίς εξάρσεις και πανηγυρισμούς, θριαμβευτικές ανακοινώσεις και άδειες υποσχέσεις. Η προσμονή είναι συλλογική προσπάθεια. Οπως και η κατάκτηση.

Σε ένα πρόσφατο άρθρο του στους «New York Times», ο Τόμας Φρίντμαν, με αφορμή την επίσκεψή του στη Νότια Κίνα για να καταγράψει από κοντά την προσπάθεια νέων εκπαιδευτικών από 32 χώρες του κόσμου στο πρόγραμμα «Teach for All», σημειώνει: «Ξόδεψα πολύ καιρό γράφοντας για ανθρώπους που καταστρέφουν και αφιέρωσα πολύ λίγο χρόνο για να καλύψω προσπάθειες ανθρώπων που δημιουργούν». . .

Η κερδοσκοπία πήρε το Νόμπελ Οικονομίας

Πηγή: Η κερδοσκοπία πήρε το Νόμπελ Οικονομίας | Οικονομία | Ελευθεροτυπία

Του ΚΩΣΤΑ ΣΑΡΡΗ

Η ειρωνεία είναι πως το βραβείο των 1,31 εκατ. δολ. απονεμήθηκε σε τρεις «ειδικούς» της κατανόησης των αγορών, όταν κανείς από τους συμβατικούς οικονομολόγους δεν είδε το κραχ του 2007-8 να έρχεται.
Το Νόμπελ Οικονομίας πήγε στην "ελεύθερη αγορά" και την κερδοσκοπία, στους καθηγητές Γιουτζίν Φάμα και Λαρς Πίτερ Χάνσεν από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου και στον Ρόμπερτ Σίλερ από το Πανεπιστήμιο Γέιλ.
Μεταξύ τους, βέβαια, υπάρχουν διαφοροποιήσεις, σημειώνουν οι «New York Times»: «Ο Φάμα τιμήθηκε για το έργο του τη δεκαετία του 1960, που δείχνει ότι οι τιμές της αγοράς είναι ακριβείς λογικές αντανακλάσεις των διαθέσιμων πληροφοριών. Ο Σίλερ τιμήθηκε για την αμφισβήτηση αυτής της θεωρίας τη δεκαετία του 1980, δείχνοντας ότι οι τιμές αποκλίνουν από τη λογική».

Στεγαστική φούσκα
Το αποτέλεσμα ήταν ο Σίλερ να προειδοποιεί το 2007 ότι υπάρχει στεγαστική φούσκα στις ΗΠΑ και πάει να σκάσει (εξετάζοντας την αγορά ως σύνολο), ενώ ο Φάμα (εξετάζοντας μεμονωμένα μετοχές και ομόλογα) με το επιχείρημα ότι οι τιμές είναι πάντα «ορθολογικοί δείκτες της προσφοράς και της ζήτησης» να λέει ότι δεν υπάρχει φούσκα.
«Είναι σαν να απονέμεις μαζί, το βραβείο φυσικής στον Πτολεμαίο για τη θεωρία ότι η Γη είναι το κέντρο του κόσμου και στον Κοπέρνικο που έδειξε ότι δεν ισχύει», αναφέρει σχόλιο στους «Financial Times».
Ο Φάμα είναι ένας από τους πατέρες της θεωρίας των «αποτελεσματικών αγορών» (Efficient Market Hypothesis - ΕΜΗ), θεμέλιο της «νεοκλασικής χρηματοοικονομικής θεωρίας», η οποία από το 1970 αποτέλεσε τη δημοφιλέστερη προσέγγιση των αναλύσεων της σχολής του νεοφιλελεύθερου δόγματος που κυριάρχησε στα οικονομικά πανεπιστήμια διεθνώς. Τώρα έξι χρόνια από το ξέσπασμα της μεγάλης κρίσης, η ίδια θεωρία προσπαθεί να νεκραναστηθεί.
«Η πρόβλεψη των "αποτελεσματικών αγορών" είναι ακριβώς ότι κανείς δεν μπορεί να πει πού πάνε οι αγορές - ούτε οι καλοπροαίρετοι γραφειοκράτες μιας κυβέρνησης ούτε οι μάγκες διαχειριστές των hedge fundς ούτε οι ακαδημαϊκοί στο γυάλινο πύργο τους», εξηγεί ο νεοκλασικός οικονομολόγος Τζον Κοσρέιν.
Ενα από τα πιο συνηθισμένα αστεία είναι το σχόλιο του οικονομολόγου Μπάρτον Μάλκιελ: «Μια μαϊμού με δεμένα μάτια που ρίχνει βελάκια στους πίνακες με τις μετοχές των οικονομικών σελίδων στις εφημερίδες, μπορεί να επιλέξει ένα χαρτοφυλάκιο εξίσου καλά με τις προσεκτικές επιλογές των ειδικών».
Σε πρώτη ανάγνωση οι προσεγγίσεις Φάμα και Σίλερ μοιάζουν εκ διαμέτρου αντίθετες. Είναι όμως έτσι; Μολονότι και οι δύο εξετάζουν διαφορετικά πράγματα (ο πρώτος μεμονωμένες αξίες στις αγορές και ο δεύτερος την αγορά ως σύνολο), οι αναλύσεις τους συμβαδίζουν.

Οικονομικά της συμπεριφοράς
Ο Σίλερ υποστηρίζει μια νέα μόδα που ονομάζεται «οικονομικά της συμπεριφοράς». Εξηγεί τις αλλαγές στην υπάρχουσα οικονομία, με βάση τις μεταβολές «στην απρόβλεπτη συμπεριφορά καταναλωτών και επενδυτών»: στην ψυχολογία.
Με τον τρόπο αυτό αμφισβητεί την προσέγγιση των οικονομολόγων που βασίζονται στην ανάλυση του Μαρξ, ότι η ρίζα των κρίσεων βρίσκεται στην εγγενή ανισορροπία που προκαλεί το κυνήγι της κερδοφορίας απέναντι στις κοινωνικές ανάγκες και ορίζει ως βασικό υπόβαθρο τις «ψυχολογικές μεταβολές των εμπλεκομένων».
Χωρίς, όμως, να εξηγεί το υπόβαθρο πάνω στο οποίο δημιουργούνται οι τελευταίες. Εκτός κι αν αυτό γίνεται σε... κενό αέρος.