Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα η μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα η μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ευρογκρουπ:Ой, да не вечер, да не вечер

Κοζάκικο παραδοσιακό

Ой, да не вечер, да не вечер,
Мне малым-мало спалось,
Мне малым-мало спалось,
Ой, да во сне привиделось.
Мне во сне привиделось,
Будто конь мой вороной
Разыгрался, расплясался,
Разрезвился подо мной.
Ой, налетели ветры злые,
Да с восточной стороны,
И сорвали черну шапку
С моей буйной головы.
А есаул догадлив был,
Он сумел сон мой разгадать:
«Ой, пропадет – он говорил, -
Твоя буйна голова!»
Ой, да не вечер, да не вечер,
Мне малым-мало спалось,
Мне малым-мало спалось,
Ой, да во сне привиделось.

-----------------
Όι , αυτή τη νύχτα
Σιγά σιγά αποκοιμήθηκα
Όι, Είδα ένα όνειρο
Το άλογό μου το κορακίσιο
Πεσμένο, κομματιασμένο
Όι, όρμησαν άνεμοι κακοί
Απ´ την ανατολή
Στο δύστυχο μαύρο μου καπέλο
Στο ταραγμένο κεφάλι μου
Α, ο σοφός το εξήγησε
Κατάφερε να ερμηνεύσει τ´ όνειρο
Ωχ, χάνεται είπε,
Το δυστυχο κεφάλι σου
Όι , αυτή τη νύχτα...

γυναίκα

Νίκος Καββαδίας, Ινδικός Ωκεανός 1951

Γυναίκα 
Στον Αντώνη Μωραΐτη

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούντζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.

Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.

http://youtu.be/HsV6f25UUAg

μελαγχόλησες



http://youtu.be/KZUDVfnTM7Y

Στίχοι: Σάκης Μπουλάς
Μουσική: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας


Το Φλασάκι

Μελαγχόλησες, νιώθεις πεταμένος
Μες στην πόλη σου σα ξένος, βρε παιδί μου αμάν
Στην καρδιά βάλε πατίνια και δυο ρουλεμάν

Φύλλο και φτερό, στο μυαλό σου χιόνι
που τη σκέψη σου παγώνει, βρε παιδί μου αμάν
Στην καρδιά βάλε πατίνια και δυο ρουλεμάν

Βάλε στο μαγνητόφωνο τραγούδια που γουστάρεις
Σκέψου την ώρα, τη στιγμή που τη ρεβάνς θα πάρεις
Σκέψου κορίτσια και γιορτές και πράμα που σαλεύει
κι ένα παιδί που μοναχό το δρόμο του γυρεύει

Κάτι άστραψε, κάτι σα φλασάκι
Σα πικ νικ μες στο δασάκι, μια γλυκιά φωτιά
Λάβε θέση για να πάρεις πάλι την πρωτιά

Σα να δρόσισε, έρχεται βροχούλα
και μια άνοιξη νυφούλα, βρε παιδί μου αμάν
Στην καρδιά βάλε πατίνια και δυο ρουλεμάν

Βάλε στο μαγνητόφωνο τραγούδια που γουστάρεις
Σκέψου την ώρα, τη στιγμή που τη ρεβάνς θα πάρεις
Σκέψου κορίτσια και γιορτές και πράμα που σαλεύει
κι ένα παιδί που μοναχό το δρόμο του γυρεύει




χαιρετισμοί της υπέρβασης

ο ψαλμωδός

Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει· 
χαῖρε, δι᾿ ἧς ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις·
χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς·
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον, καὶ Ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα·
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστήρ ἐμφαίνων τὸν Ἥλιον·
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι᾿ ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις·
χαῖρε, δι᾿ ἧς βρεφουργεῖται Κτίστης.
Χαῖρε, βουλῆς ἀποῤῥήτου μύστις·
χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.
Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα·
χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.
Χαῖρε, τὸ Φῶς ἀῤῥήτως γεννήσασα·
χαῖρε, τὸ πῶς, μηδένα διδάξασα.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν·
χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
Χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῇ·
χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς.
Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα·
χαῖρε, τῶν Ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος.
Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς·
χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν.
Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα·
χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.
Χαῖρε, ὅτι ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί·
χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.
Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα·
χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.
Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι·
χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.



ο ποιητής

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη
χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου
η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο
το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα

Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα
ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος
οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες
η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος

ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε
που σηκώνουν το πέλαγος σαν Θεοτόκο
που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια
που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται

Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας
οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια
οι Ερμήδες με το μυτερό σκιάδι
και του μαύρου καπνού το κηρύκειο

Ο Μαϊστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής
ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος
η Τραμουντάνα, η Όστρια

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξύλινο τραπέζι
το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου
του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι
στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει

Οι λιθιές και τα κύματα χέρι με χέρι
μια πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο
ένας τζίτζικας που έπεισε χιλιάδες άλλους
η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι.

ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μίνιο και με το φούμο
τα νησιά με το σπόνδυλο καποιανού Δία
τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες
τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια

Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα φλόκο
Στο γαρμπή τ’ αρμενίζοντας πόντζα λαμπάντα
έως όλο το μάκρος τους τ’ αφρισμένα
με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια

Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος
η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη
η Κως, η Ίος, η Σίκινος

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι
αντίκρυ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει
σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι
με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι

Το πορώδες και άσπρο μεσημέρι
ένα πούπουλο ύπνου που ανεβαίνει
το σβησμένο χρυσάφι μες στους πυλώνες
και το κόκκινο άλογο που δραπετεύει

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη
των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης
ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ’ αλώνια
ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε :

ΧΑΙΡΕ η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή
Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί

Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται
Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται

Χαίρε του παραδείσου των βυθών η Αγρία
Χαίρε της ερημίας των νήσων η Αγία

Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή
Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη

Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο
Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας τον δαίμονα

Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των κήπων
Χαίρε που αρμόζεις τη ζώνη του Οφιούχου

Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή
Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χώμα που ανεβάζει
μιάν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι
του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν
οι νεκροί άνθη της αύριον

Μιας νυχτός Ιουνίου η νηνεμία
γιασεμιά και φουστάνια στο περιβόλι
το ζωάκι των άστρων που ανεβαίνει
της χαράς η στιγμή λίγο πριν κλάψει

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας
τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες
τα κορίτσια τ’ Αγγεία των Μυστηρίων
τα γεμάτα ως πάνω και τ’ απύθμενα

Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα
τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα
τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι
τα ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα

Η Ερση, η Μυρτώ, η Μαρίνα
η Ελενη, η Ρωξανη, η Φωτεινη
η Αννα, η Αλεξανδρα, η Κυνθια

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το αναίτιο δάκρυ
ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια
των παιδιών που κρατιούνται χέρι χέρι
των παιδιών που κοιτάζουνται και δε μιλιούνται
Των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια
ένας φάρος που εκτόνωσεν αιώνων θλίψη
το τριζόνι το επίμονο καθώς η τύψη
και το μάλλινο έρημο μέσα στ’ αγιάζι

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει 
από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει
ποιός αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει
ποιό το "νυν" και ποιο το "αιέν" του κόσμου :

ΝΥΝ το αγρίμι της μυρτιάς Νυν η κραυγή του Μάη
ΑΙΕΝ η άκρα συνείδηση Αιέν η πλησιφάη

Νυν νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική
Αιέν αιέν ο λόγος και Τρόπις η αστρική

Νυν των λεπιδόπτερων το νέφος το κινούμενο
Αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο

Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία
Αιέν η βρώση της Ψυχής και η Πεμπτουσία

Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο
Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα

Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαύρος Αριθμός
Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο Μέγας Οφθαλμός

Νυν η ταπείνωση των Θεών
Νυν η σποδός του Ανθρώπου

Νυν Νυν το μηδέν

και ΑΙΕΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, Ο ΜΕΓΑΣ !


ο μελωδός






ΠΟΙΗΣΗ : Γιώργος Σεφέρης
ΣΥΝΘΕΣΗ : Χρήστος Σαμαράς
ΧΟΡΩΔΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ_Διεύθυνση : Μαρία Κωνσταντινίδου

Παιδί
Όταν άρχισα να μεγαλώνω με βασάνιζαν τα δέντρα
γιατί χαμογελάτε; πήγε ο νους σας στην άνοιξη που είναι σκληρή για τα μικρά παιδιά;
μ' άρεσαν πολύ τα πράσινα φύλλα
νομίζω πως έμαθα λίγα γράμματα γιατί το στουπόχαρτο πάνω στο θρανίο μου ήταν κι εκείνο πράσινο
με βασάνιζαν οι ρίζες των δέντρων όταν μέσα στη ζεστασιά του χειμώνα ερχόντανε να τυλιχτούν γύρω στο κορμί μου
δεν έβλεπα άλλα όνειρα σαν ήμουν παιδί·
έτσι γνώρισα το κορμί μου।

Γιώργος Σεφέρης 'Ο κ. Στρατής Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο'

Ο Χρήστος Σαμαράς γεννήθηκε το 1956 στο Δοξάτο Δράμας και είναι Καθηγητής Σύνθεσης στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

το ατραγούδιστο παρόν


.
Πηγή: http://www.culturenow.gr

Ποτέ άλλοτε στην Ελλάδα το παρόν δεν υπήρξε τόσο ατραγούδιστο όσο στις μέρες μας....
Κι ας έδιναν «ήχο και υλικό» η αγωνία και η οργή των ελλήνων στους δρόμους, στις πλατείες, παντού,  κι ας εγκυμονούσε  η συγκυρία  λόγους κι αφορμές  να γεννηθούν καινούργια τραγούδια, κι όμως…. Τραγούδια από το παρελθόν συνόδευσαν κι εξακολουθούν να συνοδεύουν την αγωνία των αγανακτισμένων ελλήνων, ό,τι ακούστηκε, ό,τι ακούγεται στις διαδηλώσεις τα τελευταία δύο χρόνια έρχεται από τις ισχυρές αποταμιεύσεις του παρελθόντος. 
Πιο ένοχη σιωπή  δεν έχει ζήσει  η τέχνη του τραγουδιού στον τόπο μας. Βλέπουμε την ελληνική κοινωνία να πλήττεται όσο ποτέ άλλοτε, να παίζονται τα πάντα και εμείς, οι δημιουργοί  του ελληνικού τραγουδιού, παραμένουμε βουβοί και άφωνοι, σαν λοβοτομημένοι. Το τραγούδι, το πιο ισχυρό πολιτιστικό όπλο των ελλήνων παραμένει  αυτή τη στιγμή, πάνω στο τραπέζι, άσφαιρο. Και άρα άχρηστο σε μια  κοινωνία που αλλάζοντας, αναζητά εργαλεία αντίστασης. Αν αναλογιστεί κανείς τώρα, πως η τέχνη του ελληνικού τραγουδιού στη χώρα μας, λειτούργησε για δεκαετίες ολόκληρες ως η βασική καλλιτεχνική λεωφόρος  έκφρασης του λαϊκού αισθήματος, ενώ αρκετές φορές διατήρησε και τον αφυπνιστικό και προφητικό της  ρόλο, καταλαβαίνει, γιατί αυτή η απουσία στην παρούσα περίοδο και μοιάζει και δείχνει, κοστοβόρα και εντυπωσιακά εμφανής.
Οι αγορές νίκησαν το ελληνικό τραγούδι πολύ πριν επιτεθούν στην ελληνική κοινωνία. Το εξάντλησαν, το αφαίμαξαν, το μετέβαλλαν σε ένα ακίνδυνο ψυχαγωγικό προϊόν, προορισμένο να διασκεδάζει τις αγωνίες και τους φόβους των ελλήνων, όταν εμφανίζονταν στο δρόμο προς την νέα ευρωπαϊκή πορεία της χώρας- η οποία πορεία όμως, έσκασε σα φούσκα πριν λίγο καιρό γεμίζοντας με πύον όλο το σκηνικό. 
Οι πολυεθνικές δισκογραφικές εταιρείες με τα budgets και τα promotions, τα εκατομμύρια που διακινήθηκαν μέσω μιας πολυπλόκαμης μεταμοντέρνας βιομηχανίας θεάματος, τα μέσα ενημέρωσης και ο διαφημιστικός μηχανισμός προώθησης που αντικατέστησαν μύθους με ψυχή τοποθετώντας στη θέση τους εικονικές και χάρτινες αξίες, αφαίρεσαν το καλλιτεχνικό αίτημα από το τραγούδι και το γύμνωσαν από το βασικό του όπλο: την αυτονομία και ευελιξία του να βλέπει, να προβλέπει και να εκφράζει τη δυναμική μιας κοινωνικής πραγματικότητας, το τώρα και το αύριο σε άρρηκτη  σχέση με το παρελθόν, το πρόσφατο και το απώτατο.  
Η μεγάλη τέχνη βρίσκεται οπουδήποτε ο άνθρωπος κατορθώνει να αναγνωρίζει  τον αληθινό εαυτό του και να τον εκφράζει με πληρότητα μες στο ελάχιστο. Σε αντίθετη πορεία το ελληνικό τραγούδι των τελευταίων χρόνων επέλεξε να εκφράσει  το ψέμα μιας κοινωνίας που ήθελε να ξεχάσει τον εαυτό της, την ιδιοπροσωπία της, λες κι έτσι θα σταματούσαν να λειτουργούν οι αντιφάσεις που την χαρακτήριζαν. Το ελληνικό τραγούδι μέσα στη μικρομεσαία θάλασσα που έπεσε,  ξέχασε να κολυμπά κι έτσι έμεινε για χρόνια στα ρηχά. Γι’ αυτό κι αποκαλύπτεται τώρα ο Βασιλιάς πιο γυμνός από ποτέ στα μάτια όλων μας.
Από την εποχή των μεγάλων συναυλιών για τον Οτσαλάν και τη Σερβία έχουν περάσει πολλά χρόνια. Στο προσκήνιο εμφανίστηκαν δεκάδες νέοι δημιουργοί, νέοι τραγουδοποιοί, νέοι ερμηνευτές. Στο Σύνταγμα είδα ελάχιστους από αυτούς τους «νέους». 
Παραμένει ανοιχτό το ερώτημα, αν το τραγούδι θα εξακολουθήσει να λειτουργεί ως τέχνη ή θα αναλωθεί στο ρόλο του διασκεδαστή μιας μικρομεσαίας αυταπάτης με σαφή όρια και ημερομηνία λήξης.
 Κι όμως στην τέχνη συμβαίνουν πιο εύκολα ανατροπές απ’ ότι στην πολιτική. Ας το ελπίσουμε. 
Όπως λέει κι ο Μπρεχτ «Στον Καιρό της Φρίκης θα τραγουδάμε ακόμα; Ναι. Θα τραγουδάμε. Το τραγούδι της Φρίκης».
Παρασευάς Καρασσούλος

INFO: O Παρασκευάς Καρασούλος γεννήθηκε στην Αθήνα  και μεγάλωσε στον Υμηττό όπου συνεχίζει να ζει και να εργάζεται. 
Είναι στιχουργός, εκδότης  και καλλιτεχνικός διευθυντής της Μικρής Άρκτου. 
Υπήρξε επίσης εκδότης του μηνιαίου διαδικτυακού πολιτιστικού περιοδικού www.hridanos.gr, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Λόγου και Τέχνης στον Υμηττό και εμπνευστής του θεσμού Ακροάσεις Νέων Καλλιτεχνών της Μικρής Άρκτου.

και ο Αύγουστος ο πέτρινος




Ναοί στο σχήμα του ουρανού
και κορίτσια ωραία
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας
και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε
ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο
και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.
Φύγανε φύγανε
και βαθιά κάτω απ'το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας
χαλίκι μαύρο
και βροντές, η οργή των νεκρών
και αργά στον άνεμο τρίζοντας
εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά
φοβερά των βράχων τ'αγάλματα

Ακουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση




Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ, O. Ελύτης

Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη 
- Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των  ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη  ανηφοριά  του  μικρού  Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου  έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές  όπου  οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια 
- Μα που γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας 
Σού 'λεγα να μετράς μέσ' στο γδυτό νερό τις φωτεινές του  μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου. 
Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ' στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων 
- Μα που γύριζες 
Κατεβαίνοντας  προς  τους  γιαλούς  τους  κόλπους  με τα  βότσαλα
Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομα του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας. 
Ακουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο  χρόνος γλύπτης των  ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη. 
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή  ως το κόκκαλο άλλο  καλοκαίρι
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Η για να πας καβάλα στο μαϊστρο 
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

το ναυάγιο




Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
ύστερα απ' το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
που πήγαν οι άλλες βάρκες ποιοι γλίτωσαν
εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
ένα νησί ερημικό
εκεί θα στήσουμε τα σπίτια μας
γύρω-γύρω στη μεγάλη πλατεία
και στη μέση μια εκκλησιά
θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία 
του καπετάνιου μας που χάθηκε ψηλά-ψηλά
λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου πιο χαμηλά του τρίτου
θ' αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
κι ύστερα θα καλαφατήσουμε ένα μεγάλο καράβι καινούργιο
ολοκαίνουργιο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα
θά 'χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίζουνε
μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε με μας.



Το Ναυάγιο
Στίχοι: Μανώλης Αναγνωστάκης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Πέτρος Πανδής

στην εγνια της καινούργιας Λευτεριάς Σου Ελλάδα!


3 Σεπτεμβρίου 2011"ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ"

Ποίηση: Άγγελος Σικελιανός, με θέμα την «πνευματική Ελλάδα εμπρός στο δράμα της Κατοχής»
Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογώνι της καινούργιας Λευτεριάς Σου Ελλάδα,
μου αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή, σα να ’ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου
όπου χρόνια,
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους λογισμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το Ναό•
γιγάντιες σκέψες
σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα
σε μυθικόν ηλιοβασίλεμα
άναβαν στο νου μου,
τι όλη μου καίγονταν μονομιά η ζωή
στην έγνια της καινούργιας Λευτεριάς σου Ελλάδα!
................................................................................
"Ομπρός, οι δημιουργοί... Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με και μένανε αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα!
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!
Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση
δικέφαλος αητός κι απάνω μου τινάζει
τις φτέρουγές του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στη ψυχή μου
και το μακρά και το σιμά για με πια είν' ένα!
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός συντρόφοι
βοηθάτε να σηκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμμα!

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη

άνθη της πέτρας

Δημήτρης,Κεφαλονιά 2011


Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα
με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες
γυαλίζοντας στ' αργό ψιχάλισμα

Άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες που ήρθαν
όταν κανένας δεν μιλούσε και μου μίλησαν
που μ' άφησαν να τις αγγίξω ύστερα από την σιωπή
μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια

Τα πάθη : προσδοκώ ανάστασιν ζώντων

Bach, Matthaus Passion, 39. Aria A, Erbarme dich
Erbarme dich, mein Gott,
um meiner Zähren willen!
Schaue hier, Herz und Auge
weint vor dir bitterlich.
Erbarme dich, mein Gott.

Ελέησόν με Κύριε
Χάριν των δακρύων μου!
Ίδε εδώ, έμπροσθέν Σου
Καρδίαν και οφθαλμούς πικρούς.
Ελέησόν με Κύριε.