Η διάσωση του πολιτικού συστήματος Η ολική επαναφορά του Και οι νέες προκλήσεις

Πηγή:ΠΟΚΕΘΕ, 7/10/2014





Το Ελληνικό πολιτικό σύστημα τελικά άντεξε. Με σοβαρές κρίσεις και απώλειες αλλά άντεξε.

Η πιθανότητα κατάρρευσης θα προϋπέθετε ίσως μεγαλύτερης έκτασης εθνική καταστροφή (π.χ. μια πιθανή έξοδο από το Ευρώ και την Ε.Ε.) η οποία εφόσον αποφεύχθηκε, χάρις στην Ε.Ε., αποφεύχθηκαν και τα χειρότερα για το σύστημα(και την κοινωνία)
Ήδη στους δύο πόλους του πολιτικού συστήματος, τον κεντρο-δεξιό και τον κεντρο-αριστερό, είναι σε εξέλιξη διαδικασίες ανασυγκρότησης, γεγονός που σημαίνει ότι η περίοδος της κρίσης και των διασπάσεων έχει τελειώσει και ότι οι ενότητες στους δύο χώρους προχωράνε. Οι ανασυγκροτήσεις αυτές οπωσδήποτε θα απαιτήσουν χρόνο αλλά είναι πλέον σαφές ότι οι φυγόκεντρες τάσεις και ο πολυκερματισμός έχουν εξαντλήσει την δυναμική τους.
Το πολιτικό σύστημα αναδιοργανώνεται. Αργά αλλά σταθερά ξαναβρίσκει τις ισορροπίες του και τον βηματισμό του. Ξεπερνά την κρίση του.

Κύριος παράγοντας σε αυτήν την εξέλιξη υπήρξε η λειτουργία των εφεδρειών του (αριστερών και δεξιών). Πέρα δηλ. από το γεγονός ότι η κρίση δεν πήρε καταστροφικές διαστάσεις ήταν και η λειτουργία των εφεδρειών του πολιτικού συστήματος που συνέβαλε στη διάσωσή του.
Χάρις σε αυτή η απορριπτικότητα του παλιού δικομματισμού δεν διοχετεύθηκε σε εξω-συστημικές δυνάμεις (που άλλωστε δεν έδωσαν κανένα έγκαιρο παρόν - αν θεωρητικά υποθέσουμε ότι υπάρχουν) αλλά απορροφήθηκε ομαλά από τρεις εφεδρικούς χώρους (πρόσκαιρους και μόνιμους): α) Τον κύριο εφεδρικό χώρο της αριστεράς β) από μια διάσπαση της Ν.Δ. (ΑΝΕΛ), και γ) έναν νεοεμφανιζόμενο στα κοινοβουλευτικά χρονικά της Ελλάδας ακροδεξιό χώρο. Από τους τρεις αυτούς χώρους η αριστερά, μετά την κατάρρευση του Πασοκ, έχει ήδη καλύψει το βασικό δομικό κενό που προέκυψε στο πολιτικό σύστημα στη διάρκεια της κρίσης.

Η πρόσφατη κρίση του πολιτικού συστήματος έχει την βάση της στην αδυναμία του να διαχειριστεί την οικονομική κρίση. Αυτή κορυφώθηκε με την παραίτηση της Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και την αδυναμία της Ν.Δ. να το διαδεχθεί στην εξουσία. Η λύση Παπαδήμου (όπως η λύση Ζολώτα το 1989) ήταν μια λύση έξω από τα πλαίσια λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Η Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ είχαν χάσει την λαϊκή συγκατάθεση να κυβερνήσουν. Η ομαλή εναλλαγή των δύο κομμάτων στην εξουσία είχε μπει σε δοκιμασία. Αντιμετώπιζαν κρίση νομιμοποίησης και αναγκάσθηκαν να προσφύγουν σε μιας μορφής «εθνική» λύση, περιορισμένης διάρκειας έως ότου αποκατασταθεί, μέσα από εκλογές, ξανά η μερική έστω λειτουργία του πολιτικού συστήματος.

Σήμερα το πολιτικό σύστημα αποκαθιστά σιγά –σιγά την κανονική του λειτουργία.
Έχουν ήδη σχηματοποιηθεί οι δύο πόλοι του (Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ) λείπει όμως η καθιέρωση της ομαλής εναλλαγής τους που συνιστά ένα κρίσιμο ζήτημα που προμηνύει μια νέα κρίση, την τρίτη στη σειρά μετά το 1989 και το 2012.

Εν τω μεταξύ έχουν επανέλθει όλες οι καθιερωμένες νοοτροπίες και οι συμπεριφορές του παρελθόντος. Όλα θυμίζουν τις παλιές καλές μέρες του μεταπολιτευτικού δικομματισμού. Βιώνουμε την ολική επαναφορά του. Οι ίδιες παρουσίες, ο ίδιος λόγος, το ίδιο ύφος, οι ίδιες πρακτικές. Σαν να μην μεσολάβησε τίποτα. Το πολιτικό σύστημα ξαναζεί μέρες δόξης λαμπρές. Το επίπεδο της βουλής και των πολιτικών συζητήσεων στα μίντια έχει πλήρως αποκατασταθεί. Μόνο κάποια πρόσωπα έχουν αλλάξει. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ έχουν αποδειχθεί άξιοι συνεχιστές των στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Φορείς της ίδιας πολιτικής κουλτούρας, της ίδιας καθημερινής πολιτικής νοοτροπίας και πρακτικής. Δεν υστερούν σε τίποτα. Στη θέση ενός στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ κάλλιστα μπορεί κανείς νοητά να βάλει ένα στέλεχος του παλιού ΠΑΣΟΚ και να διαπιστώσει ότι δεν διαφέρουν σε τίποτα. Πώς να μην έχουμε ξαναπέσει σε ανούσιες συζητήσεις, στον πολιτικαντισμό την γραφικότητα, τον λαϊκισμό, την παροχολογία, τον κορπορατισμό (ειδικά αυτόν), την αλαζονεία κλπ. κλπ. όλα δηλ. τα γνωστά φαινόμενα που χαρακτήριζαν την πολιτική μας ζωή σαράντα χρόνια τώρα;


Το όλο φαινόμενο βέβαια δεν είναι στον αέρα. Έχει την «υλικότητά του». Τις ρίζες του στην κοινωνία, η οποία έχει περάσει από την φάση της απόρριψης του πολιτικού συστήματος και της αντι-μνημονιακής διαμαρτυρίας στην φάση και πάλι των διεκδικήσεων. Διεκδικεί ελαφρύνσεις και παροχές (από το πολιτικό σύστημα). Γεγονός που αποκαθιστά τις σχέσεις πολιτικού συστήματος –κοινωνίας που στην προηγούμενη περίοδο είχαν διαρρηχθεί. Η κοινωνία λοιπόν δεν εναντιώνεται πλέον αλλά απαιτεί. Και τα κόμματα ανταποκρινόμενα στο κύριο αίτημα των καιρών τρέχουν να προλάβουν να συντάξουν προγράμματα με ελαφρύνσεις και παροχές, χωρίς νάχει παρουσιάσει η οικονομία την παραμικρή οικονομική ανάπτυξη. Οι μεταρρυθμίσεις που επικαλείται η Ε.Ε. συνιστούν ότι πιο ανεπίκαιρο και επιζήμιο για το πολιτικό σύστημα και γίνεται προσπάθεια χρονικά τουλάχιστον να μετατεθούν. Αυτό είναι και το πνεύμα των διαβουλεύσεων από την μεριά της κυβέρνησης με την τρόϊκα αυτή την περίοδο.


Οι εθνικοί όροι λοιπόν του πολιτικού παιχνιδιού για αυτήν και την επόμενη φάση έχουν αποσαφηνιστεί. Δύσκολα πλέον ανατρέπονται. Με αυτούς θα πάμε. Κι ας προσκρούουν ευθέως στους Ευρωπαϊκούς όρους άσκησης πολιτικής. Στα εγχώρια αιτούμενα της περιόδου έχουν αναδειχθεί οι παροχές και οι ελαφρύνσεις . Οι Ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις και τα περιοριστικά προγράμματα όσο αναγκαία, με οικονομικούς όρους, κι αν κρίνονται δεν συγκινούν στην Ελλάδα κανέναν. Το θέμα όμως είναι έτσι που οδηγούμαστε.


Οδηγούμαστε μέσα από μια περίοδο πολιτικής αστάθειας σε ένα οικονομικό πισωγύρισμα. Μια τέτοια εξέλιξη φαίνεται να είναι η πιο πιθανή. Εκτός κι αν…


Στην πράξη βέβαια, σε κάθε περίπτωση, είναι αδύνατον να κινηθούμε έξω από τα πλαίσια της καθορισμένης Ευρωπαϊκής πολιτικής, πέρα από όσα λέγονται και γράφονται ειδικά από την αριστερά που συνεχίζει να λειτουργεί με εξω-ιστορικούς όρους και εντελώς βολονταριστικά (σαν αντιπολίτευση). Μόνο πολύτιμο χρόνο μπορούμε να χάσουμε που θα ισοδυναμεί με μια σοβαρή ανακοπή της σημερινής όποιας γίνεται προσπάθειας σταθεροποίησης και προσαρμογής. Μια παρατεταμένη εκλογική περίοδος έξι και πλέον μηνών, με δύο πιθανές αναμετρήσεις, είναι ότι χειρότερο θα μπορούσε, σε αυτή την περίοδο, να μας συμβεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συνιστά κανέναν κίνδυνο. Μόνος μας κίνδυνος και πιο πιθανός είναι η ακυβερνησία. Και προς αυτήν βαδίζουμε. Το πολιτικό σύστημα για άλλη μία φορά αδυνατεί να δώσει πολιτική λύση. Αυτή θα προκύψει αναγκαστικά μέσα από την κρίση του, μια νέα κρίση διακυβέρνησης με άγνωστες προεκτάσεις και συνέπειες.


Οι ευθύνες για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί επιμερίζονται και σε άλλους παράγοντες (πλην των πολιτικών που έχουν την κύρια ευθύνη).
Όταν κάποιος έχει οικονομικά καταστραφεί και μπορεί ακόμα να δανείζεται και να ζει, δύσκολα μπορεί να αποκτήσει συνείδηση της κατάστασής του. Έτσι σε ότι αφορά την Ελληνική κοινωνία μπορούμε να πούμε ότι όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης ελάχιστη πρόοδο σημείωσε σε ότι αφορά την αυτογνωσία της. Κινήθηκε διαρκώς σε μια κατεύθυνση μετάθεσης των ευθυνών από το πολιτικό σύστημα, στο μνημόνιο και τους δανειστές και κύρια την Μέρκελ για να καταλήξει στο διαχρονικό αίτημα για παροχές.
Από την άλλη τα μίντια κυριαρχούνται και θα κυριαρχούνται από το πρόβλημα της τηλεθέασης κι άρα στο μόνο στο οποίο μόνιμα θα αποσκοπούν θα είναι να γίνονται αρεστά σε όσο το δυνατόν περισσότερους προβάλλοντας τις πιο λαοφιλείς απόψεις. Αποτελούν τον κύριο μηχανισμό στις μέρες μας, αναπαραγωγής και διάδοσης του λαϊκισμού και του αντίστοιχου τρόπου σκέψης.
Τέλος το πανεπιστημιακό κατεστημένο στην πλειοψηφία του ιστορικά συντάχθηκε πάντα με ότι δέσποζε στα πολιτικά μας πράγματα με ελάχιστες εξαιρέσεις ανεξάρτητων διανοητών που πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα αλλά που ασκούν κατά κανόνα, ελάχιστη επιρροή στην κοινωνία.


Αν ισχύει η ρήση ότι κάθε κρίση προσφέρεται για μια νέα αρχή τότε θα πρέπει να επιδιωχθούν κι άλλες εξελίξεις πέρα από αυτές που είναι προεξοφλημένες να συμβούν. Η κρίση ήδη διαφαίνεται στον ορίζοντα και είναι πολύ δύσκολο πλέον, έως αδύνατον, να αποτραπεί. Εις μάτην επιμένει ο διακεκριμένος συνταγματολόγος Ν. Αλιβιζάτος (όπως και άλλοι) να προτείνει μεθόδους και τρόπους αποφυγής. Το ζητούμενο, κατά την γνώμη μας, είναι αν η επικείμενη πολιτική κρίση θα αποτελέσει αφετηρία και για κάποια αρχή. Σε αυτό το επίπεδο είναι ανάγκη να μεταφερθεί η όποια εναγώνια αναζήτηση και ο όποιος δημιουργικός προβληματισμός.


Μήλιος Χρήστος

Θεσμοί και συγκυρία

Η θεσμική ανεπάρκεια μείζον πρόβλημα της Ελλάδας
Κ. Αντωνίου
Πηγή: reporter.gr

Το Σαββατοκύραικο που πέρασε μίλησαν όλοι. Ο Σαμαράς περιέγραψε το «όραμά» του στα 40χρονα της ΝΔ και στο άρθρο του στην Καθημερινή. Συνοπτικά, επιχείρησε να πείσει ότι επί πρωθυπουργίας του έγιναν άθλοι και ότι πλησιάζει η ώρα της επιβράβευσης. Απείλησε ότι κάθε επιλογή εκτός πλαισίου θα σημάνει την καταστροφή και θέλησε να προειδοποιήσει ότι δεν είναι σε καμία περίπτωση διατεθειμένος να γίνει ο νέος Παπανδρέου και να πέσει αμαχητί.

Ο Βενιζέλος, έτοιμος να δώσει μία ύστατη μάχη στο Κοινοβούλιο (τον μοναδικό προνομιακό του χώρο, είναι η αλήθεια), επιτέθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα (σε συνέντευξή του στο Βήμα) και έδειξε ότι αυτό είναι το μέτωπο στο οποίο επιλέγει να πολεμήσει, μπας και περισώσει κάτι από το ούτως ή άλλως αρνητικό πεπρωμένο του ιδίου και του κόμματός του.

Και ο Τσίπρας, προς γενική κατάπληξη, απάντησε και στους δύο σε ήπιους τόνους, μιλώντας για την ταυτότητα της νέας αριστεράς, για το πώς η Ευρώπη δεν πρέπει να την φοβάται και για το πώς οι πολίτες θα πρέπει να τον εμπιστευτούν. 

Αυτά συμβαίνουν στις παραμονές μίας κοινοβουλευτικής διαδικασίας για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, την οποία η ίδια η κυβέρνηση κινητοποιεί. Θυμίζουμε ότι την τελευταία φορά που συνέβη κάτι τέτοιο, έστω υπό κάπως διαφορετικές συνθήκες, ένας πρωθυπουργός αναγκάστηκε σε παραίτηση και ατιμωτική αποχώρηση, τα πολιτικά δεδομένα της χώρας ανατράπηκαν και τα μνημόνια έγιναν «το σημαντικότερο πολιτικό κείμενο». 

Προς τι όλη αυτή η αναταραχή και αγωνία, εν τέλει; 

Φυσικά, όλοι έχουμε επίγνωση του τι συμβαίνει στη χώρα. Προσαρμογές έχουν γίνει, σπατάλες έχουν μειωθεί, δείκτες μπορεί να έχουν βελτιωθεί, όμως την ίδια στιγμή, μισθοί και θέσεις εργασίας έχουν εξαφανιστεί, συντάξεις επίσης, οι εργαζόμενοι κυκλοφορούν μεταξύ ανέργων και όλα εξακολουθούν να κρέμονται σε μία κλωστή - παρεμπιπτόντως, έχουμε ξεχάσει ότι το να ανήκεις στην ευρωζώνη είναι ένα θέμα, το να υπάρχει μία οικονομία που να λειτουργεί είναι ένα άλλο...
Η συζήτηση αυτή θα είχε εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο, αν δεν υπήρχε το μείζον πρόβλημα της χώρας το οποίο είναι πλέον βαθιά πολιτικό και πρωτίστως θεσμικό. 

Το ζήτημα για την Ελλάδα και εν πολλοίς η αιτία της τραγωδίας της είναι ότι οι θεσμοί δεν υπέρκεινται της συγκυρίας. Κοινώς: η θεσμική ανεπάρκεια της χώρας συνιστά το μείζον πρόβλημά της. 

Ειδικότερα: η σημερινή ένταση και αναταραχή δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχε η «απειλή» της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο τρόπος εκλογής, οι δυνατότητες εκμετάλλευσής του από όποιον το επιθυμεί κατά περίσταση (κυβέρνηση ή αντιπολίτευση) και η πολιτική ανοησία του πολιτικού προσωπικού, δημιουργούν σήμερα εκ νέου συνθήκες κρίσης και απειλούν να διαλύσουν τα πάντα.
Φυσικά και οι εκλογές δεν είναι και δεν θα έπρεπε να είναι πρόβλημα ή απειλή. Ομως σήμερα άλλοι 
επιδιώκουν και άλλοι φοβούνται εκλογές, λόγω μίας προβληματικής και αναχρονιστικής εν τέλει συνταγματικής διάταξης, που συνδέεται με το αν η Βουλή μπορεί ή δεν μπορεί να εκλέξει πρόεδρο. 
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι αν δεν υπήρχε το ίδιο πρόβλημα το 2009-2010, η πορεία των εξελίξεων θα μπορούσε να είναι λιγότερο δραματική. 

Δυστυχώς, η εκκρεμότητα αυτή την στιγμή δεν μπορεί να διευθετηθεί. Το μόνο ερώτημα προς το παρόν είναι αν η εκκρεμότητα θα αποβεί μοιραία.

Ο αλευρόμυλος, ο λιγνίτης και η λίστα Λαγκάρντ

Πηγή: http://attikanea.blogspot.gr/2014/02/blog-post_9118.html

(Ένδιαφέρον απόσπασμα  Άρθρου "
ΟΙ ΔΟΣΙΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΕΝΟΧΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ" στο περιοδικό CRASH, Δεκέμβριος 2013, σελ. 154-160 του Δημοσθένη Κούκουνα )




... Θα σταθώ όμως σε μια άλλη περίπτωση, ενός ευφυούς και δραστήριου επιχειρηματία με τοπικό ορίζοντα, στη Δυτική Μακεδονία. Λεγόταν Γεώργιος Παπακωνσταντίνου και ίσως θα παρέμενε ασήμαντος αν ο συνονόματος εγγονός του δεν συνέπιπτε με την ιδιότητα του υπουργού Οικονομικών να είναι εκείνος που έδεσε χειροπόδαρα την Ελλάδα τον Μάιο του 2010 με το απεχθές και επαχθές Μνημόνιο. Σήμερα είναι υπόλογος όχι γι’ αυτό, αλλά για τις αλλοιώσεις που επέφερε στην περίφημη «Λίστα Λαγκάρντ».
 
Ο παλαιός Γ. Παπακωνσταντίνου στην προπολεμική περίοδο είχε αναπτύξει δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή της Κοζάνης με ιδιόκτητο αλευρόμυλο και ελαιοτριβείο. Ήταν πληροφορημένος ότι κάποιοι Ελληνοαμερικανοί επιχειρηματίες είχαν ενδιαφερθεί για την περιοχή της Πτολεμαΐδας, όπου υπήρχαν πλούσια κοιτάσματα λιγνίτη, και τα σχέδιά τους να δημιουργήσουν μεγάλα λιγνιτωρυχεία εκεί ανατράπηκαν λόγω του πολέμου. 

Εν τω μεταξύ με την Κατοχή έμαθε από Γερμανούς στρατιωτικούς ότι, καθώς η μόνη πηγή ενέργειας θα μπορούσε πλέον – λόγω των πολεμικών συνθηκών – να είναι ο λιγνίτης, θα ήταν έξυπνο να ασχοληθεί με τέτοια επιχείρηση. Αγόρασε τα χωράφια, στα οποία γνώριζε ότι υπήρχε λιγνίτης και η κατοχική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να του παραχωρήσει προνομιακή άδεια για την ίδρυση εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για όλη την περιοχή.

Η ηλεκτροδότηση της ευρύτερης περιοχής της Κοζάνης ήταν πλέον μια πολύ κερδοφόρα οικογενειακή επιχείρηση για τον Γ. Παπακωνσταντίνου και το τέλος της Κατοχής δεν μπορούσε να την ανατρέψει, ούτε οι μεταπελευθερωτικές κυβερνήσεις διανοήθηκαν να στερήσουν την περιοχή από ηλεκτρική ενέργεια. Αντίθετα οι δύο γιοι του, ο Μιχάλης και ο Στέλιος, συμμετείχαν στην επιχειρηματική προσπάθειά του, αυτή τη φορά σε μια νέα βάση: Να πωλήσουν τη μονάδα της Πτολεμαΐδας όσο γινόταν ακριβότερα.
 
Με ομολογουμένως ευφυείς κινήσεις η οικογένεια Παπακωνσταντίνου κράτησε μια σκληρή διαπραγματευτική στάση και μόνον όταν πήρε το τίμημα που θεωρούσε λογικό, το 1958, παρέδωσε τη λιγνιτοφόρο περιοχή στη ΔΕΗ. Ένας πρόσθετος όρος ήταν η πρόσληψη του Στέλιου Παπακωνσταντίνου ως στελέχους της ΔΕΗ. Διατηρήθηκε σε κρίσιμες διευθυντικές θέσεις μέχρι που εμφανίστηκε το δικτατορικό καθεστώς και τον απέλυσε.

Ο πρεσβύτερος αδελφός Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, που είχε σπουδάσει νομικός στη Γερμανία και την Αγγλία και μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1954 ανέλαβε μαζί με τον Στέλιο τα ηνία της μικρής αλλά περιζήτητης επιχείρησης, προτίμησε να ασχοληθεί με την πολιτική. Στην Κατοχή είχε υπηρετήσει ως διερμηνέας των Γερμανών στην Κοζάνη, αλλά κατά την τελευταία κατοχική χρονιά συνδέθηκε με αντιστασιακούς. Παρά ταύτα τον συνόδευε το ψευδώνυμο «Μποτάκιας», λόγω της εμμονής του να φοράει γερμανικές μπότες μέσα από τα πολιτικά ρούχα του. Πιο φανατικός ένας πρώτος εξάδελφός του, ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου, φοιτητής της Νομικής, υπηρέτησε επίσης ως διερμηνέας και πράκτορας της Γκεστάπο στη Θεσσαλονίκη και αναμίχθηκε σε καταδόσεις Ελλήνων και Βρετανών – και όχι μόνο.

Η αρχική ενασχόληση του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου με την πολιτική είχε τοποθέτηση ακροδεξιά. Κατέβηκε ως υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος του αινιγματικού «μακεδονάρχη» Σωτηρίου Γκοτζαμάνη, που επί Κατοχής είχε διατελέσει υπουργός Οικονομικών και εγκαίρως είχε διαφύγει στην Ιταλία πριν τελειώσει η Κατοχή. Εκεί, όπου είχε πολλούς δεσμούς από τα φοιτητικά του χρόνια, κρύφτηκε επί χρόνια φυγοδικώντας από την ελληνική δικαιοσύνη, που τον είχε καταδικάσει σε θάνατο. Στις αρχές της δεκαετίας 1950 επέτυχε να αμνηστευθεί και να του επιστραφεί η δημευθείσα περιουσία του (διασώζεται μεταξύ άλλων ένα σχετικό έγγραφό του προς τον τότε νεαρό υφυπουργό Οικονομικών Κωνσταντίνο Μητσοτάκη).
 
Ο Γκοτζαμάνης επανήλθε στην Ελλάδα και τα πράγματα είχαν αλλάξει. Επιχείρησε να πολιτευθεί στις δημοτικές εκλογές του 1954 ως υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης και συγκέντρωσε πολύ υψηλό ποσοστό, αλλά δεν εξελέγη. Ένας εκ των πολύ φανατικών υποστηρικτών του ήταν ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, που τον θεωρούσε ως τον «μεγαλύτερο ζώντα πολιτικό στην Ελλάδα». 
Μετά την εξαγορά του εργοστασίου της Πτολεμαΐδας και αφού είχε αποβιώσει ο Γκοτζαμάνης, μεταπήδησε πολιτικά στον κεντρώο χώρο που πλέον άρχιζε βάσιμα να διεκδικεί την εξουσία. Αργότερα θα εκλεγεί επανειλημμένα βουλευτές και θα καταλάβει υπουργικά αξιώματα, ενώ μετά την πτώση της δικτατορίας θα προσχωρήσει στη Νέα Δημοκρατία.
 
Μη έχοντας άρρενες απογόνους θα τον διαδεχθεί πολιτικά στην Κοζάνη ο ανιψιός του, ο γνωστός μας αρχιτέκτονας του «Μνημονίου» Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ο οποίος σήμερα είναι υπόδικος για τη «Λίστα Λαγκάρντ», επειδή επιχείρησε να την αλλοιώσει για να μην είναι υπόλογες οι κόρες του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου.

Αυτή είναι με λίγα λόγια η ιστορία της οικογένειας Παπακωνσταντίνου, που απέκτησε αμύθητο πλούτο από μια υπογραφή του Τσολάκογλου σε μια προνομιακή άδεια για τη δημιουργία ηλεκτρικού εργοστασίου στη μακρινή και ασήμαντη τότε Πτολεμαΐδα.

Να μάθεις...


Να μάθεις να φεύγεις...
Από την ασφάλεια τρύπιων αγκαλιών.
Από χειραψίες που σε στοιχειώνουν.
Από την ανάμνηση μιας κάλπικης ευτυχίας.
Να φεύγεις - αθόρυβα, σιωπηλά, χωρίς κραυγές, μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς.
Να μην παίρνεις τίποτα μαζί, ούτε ενθύμια, ούτε ζακέτες για το δρόμο.
Να τρέχεις μακρυά από δήθεν καταφύγια κι ας έχει έξω και χαλάζι.
Να μάθεις να κοιτάς βαθιά στα μάτια όταν λες αντίο κι όχι κάτω ή το άπειρο.
Να εννοείς τις λέξεις σου, μην τις εξευτελίζεις.
Να μάθεις να κοιτάς την κλεψύδρα, να βλέπεις πως ο χρόνος σου τελείωσε.
Να σταματήσεις να αγαπάς τον Μέλλοντα, όταν αυτό που έχεις είναι μόνο ο Ενεστώτας,
Να φεύγεις από εκεί που δεν ξέρεις γιατί βρίσκεσαι - από 'κει που δεν ξέρουν γιατί σε κρατάνε.
Μπορείς να φτιάξεις ιστορίες ολοκαίνουριες, με ουρανό κι αλάτι.
Να θυμίζουν λίγο φθινόπωρο, πολύ καλοκαίρι κι εκείνη την απέραντη Άνοιξη.
Να φεύγεις από εκεί που δε σου δίνουν αυτά που χρειάζεσαι.
Από το δυσανάλογο, το μέτριο και το λίγο.
Να απαιτείς αυτό που δίνεις να το παίρνεις πίσω - δεν τους το χρωστάς.
Να μάθεις να σέβεσαι την αγάπη σου, το χρόνο σου και την καρδιά σου.
Να καταλάβεις πως οι δεύτερες ευκαιρίες είναι για τους δειλούς, οι τρίτες για τους γελοίους.
Μην τρέμεις την αντιστοιχία λέξεων-εννοιών, να ονομάζεις σχέση την σχέση, την κοροϊδία κοροϊδία.
Να μάθεις να ψάχνεις για αγάπες που θυμίζουν Καζαμπλάνκα, όχι συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Να μάθεις να φεύγεις από εκεί που ποτέ πραγματικά δεν υπήρξες.
Να φεύγεις από όσα νόμισες γι' αληθινά, μήπως φτάσεις κάποτε σ' αυτά.