Πηγή:ΠΟΚΕΘΕ, 7/10/2014
Το Ελληνικό πολιτικό σύστημα τελικά άντεξε. Με σοβαρές κρίσεις και απώλειες αλλά άντεξε.
Η πιθανότητα κατάρρευσης θα προϋπέθετε ίσως μεγαλύτερης έκτασης εθνική καταστροφή (π.χ. μια πιθανή έξοδο από το Ευρώ και την Ε.Ε.) η οποία εφόσον αποφεύχθηκε, χάρις στην Ε.Ε., αποφεύχθηκαν και τα χειρότερα για το σύστημα(και την κοινωνία)
Ήδη στους δύο πόλους του πολιτικού συστήματος, τον κεντρο-δεξιό και τον κεντρο-αριστερό, είναι σε εξέλιξη διαδικασίες ανασυγκρότησης, γεγονός που σημαίνει ότι η περίοδος της κρίσης και των διασπάσεων έχει τελειώσει και ότι οι ενότητες στους δύο χώρους προχωράνε. Οι ανασυγκροτήσεις αυτές οπωσδήποτε θα απαιτήσουν χρόνο αλλά είναι πλέον σαφές ότι οι φυγόκεντρες τάσεις και ο πολυκερματισμός έχουν εξαντλήσει την δυναμική τους.
Το πολιτικό σύστημα αναδιοργανώνεται. Αργά αλλά σταθερά ξαναβρίσκει τις ισορροπίες του και τον βηματισμό του. Ξεπερνά την κρίση του.
Κύριος παράγοντας σε αυτήν την εξέλιξη υπήρξε η λειτουργία των εφεδρειών του (αριστερών και δεξιών). Πέρα δηλ. από το γεγονός ότι η κρίση δεν πήρε καταστροφικές διαστάσεις ήταν και η λειτουργία των εφεδρειών του πολιτικού συστήματος που συνέβαλε στη διάσωσή του.
Χάρις σε αυτή η απορριπτικότητα του παλιού δικομματισμού δεν διοχετεύθηκε σε εξω-συστημικές δυνάμεις (που άλλωστε δεν έδωσαν κανένα έγκαιρο παρόν - αν θεωρητικά υποθέσουμε ότι υπάρχουν) αλλά απορροφήθηκε ομαλά από τρεις εφεδρικούς χώρους (πρόσκαιρους και μόνιμους): α) Τον κύριο εφεδρικό χώρο της αριστεράς β) από μια διάσπαση της Ν.Δ. (ΑΝΕΛ), και γ) έναν νεοεμφανιζόμενο στα κοινοβουλευτικά χρονικά της Ελλάδας ακροδεξιό χώρο. Από τους τρεις αυτούς χώρους η αριστερά, μετά την κατάρρευση του Πασοκ, έχει ήδη καλύψει το βασικό δομικό κενό που προέκυψε στο πολιτικό σύστημα στη διάρκεια της κρίσης.
Η πρόσφατη κρίση του πολιτικού συστήματος έχει την βάση της στην αδυναμία του να διαχειριστεί την οικονομική κρίση. Αυτή κορυφώθηκε με την παραίτηση της Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και την αδυναμία της Ν.Δ. να το διαδεχθεί στην εξουσία. Η λύση Παπαδήμου (όπως η λύση Ζολώτα το 1989) ήταν μια λύση έξω από τα πλαίσια λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Η Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ είχαν χάσει την λαϊκή συγκατάθεση να κυβερνήσουν. Η ομαλή εναλλαγή των δύο κομμάτων στην εξουσία είχε μπει σε δοκιμασία. Αντιμετώπιζαν κρίση νομιμοποίησης και αναγκάσθηκαν να προσφύγουν σε μιας μορφής «εθνική» λύση, περιορισμένης διάρκειας έως ότου αποκατασταθεί, μέσα από εκλογές, ξανά η μερική έστω λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Σήμερα το πολιτικό σύστημα αποκαθιστά σιγά –σιγά την κανονική του λειτουργία.
Έχουν ήδη σχηματοποιηθεί οι δύο πόλοι του (Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ) λείπει όμως η καθιέρωση της ομαλής εναλλαγής τους που συνιστά ένα κρίσιμο ζήτημα που προμηνύει μια νέα κρίση, την τρίτη στη σειρά μετά το 1989 και το 2012.
Εν τω μεταξύ έχουν επανέλθει όλες οι καθιερωμένες νοοτροπίες και οι συμπεριφορές του παρελθόντος. Όλα θυμίζουν τις παλιές καλές μέρες του μεταπολιτευτικού δικομματισμού. Βιώνουμε την ολική επαναφορά του. Οι ίδιες παρουσίες, ο ίδιος λόγος, το ίδιο ύφος, οι ίδιες πρακτικές. Σαν να μην μεσολάβησε τίποτα. Το πολιτικό σύστημα ξαναζεί μέρες δόξης λαμπρές. Το επίπεδο της βουλής και των πολιτικών συζητήσεων στα μίντια έχει πλήρως αποκατασταθεί. Μόνο κάποια πρόσωπα έχουν αλλάξει. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ έχουν αποδειχθεί άξιοι συνεχιστές των στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Φορείς της ίδιας πολιτικής κουλτούρας, της ίδιας καθημερινής πολιτικής νοοτροπίας και πρακτικής. Δεν υστερούν σε τίποτα. Στη θέση ενός στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ κάλλιστα μπορεί κανείς νοητά να βάλει ένα στέλεχος του παλιού ΠΑΣΟΚ και να διαπιστώσει ότι δεν διαφέρουν σε τίποτα. Πώς να μην έχουμε ξαναπέσει σε ανούσιες συζητήσεις, στον πολιτικαντισμό την γραφικότητα, τον λαϊκισμό, την παροχολογία, τον κορπορατισμό (ειδικά αυτόν), την αλαζονεία κλπ. κλπ. όλα δηλ. τα γνωστά φαινόμενα που χαρακτήριζαν την πολιτική μας ζωή σαράντα χρόνια τώρα;
Το όλο φαινόμενο βέβαια δεν είναι στον αέρα. Έχει την «υλικότητά του». Τις ρίζες του στην κοινωνία, η οποία έχει περάσει από την φάση της απόρριψης του πολιτικού συστήματος και της αντι-μνημονιακής διαμαρτυρίας στην φάση και πάλι των διεκδικήσεων. Διεκδικεί ελαφρύνσεις και παροχές (από το πολιτικό σύστημα). Γεγονός που αποκαθιστά τις σχέσεις πολιτικού συστήματος –κοινωνίας που στην προηγούμενη περίοδο είχαν διαρρηχθεί. Η κοινωνία λοιπόν δεν εναντιώνεται πλέον αλλά απαιτεί. Και τα κόμματα ανταποκρινόμενα στο κύριο αίτημα των καιρών τρέχουν να προλάβουν να συντάξουν προγράμματα με ελαφρύνσεις και παροχές, χωρίς νάχει παρουσιάσει η οικονομία την παραμικρή οικονομική ανάπτυξη. Οι μεταρρυθμίσεις που επικαλείται η Ε.Ε. συνιστούν ότι πιο ανεπίκαιρο και επιζήμιο για το πολιτικό σύστημα και γίνεται προσπάθεια χρονικά τουλάχιστον να μετατεθούν. Αυτό είναι και το πνεύμα των διαβουλεύσεων από την μεριά της κυβέρνησης με την τρόϊκα αυτή την περίοδο.
Οι εθνικοί όροι λοιπόν του πολιτικού παιχνιδιού για αυτήν και την επόμενη φάση έχουν αποσαφηνιστεί. Δύσκολα πλέον ανατρέπονται. Με αυτούς θα πάμε. Κι ας προσκρούουν ευθέως στους Ευρωπαϊκούς όρους άσκησης πολιτικής. Στα εγχώρια αιτούμενα της περιόδου έχουν αναδειχθεί οι παροχές και οι ελαφρύνσεις . Οι Ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις και τα περιοριστικά προγράμματα όσο αναγκαία, με οικονομικούς όρους, κι αν κρίνονται δεν συγκινούν στην Ελλάδα κανέναν. Το θέμα όμως είναι έτσι που οδηγούμαστε.
Οδηγούμαστε μέσα από μια περίοδο πολιτικής αστάθειας σε ένα οικονομικό πισωγύρισμα. Μια τέτοια εξέλιξη φαίνεται να είναι η πιο πιθανή. Εκτός κι αν…
Στην πράξη βέβαια, σε κάθε περίπτωση, είναι αδύνατον να κινηθούμε έξω από τα πλαίσια της καθορισμένης Ευρωπαϊκής πολιτικής, πέρα από όσα λέγονται και γράφονται ειδικά από την αριστερά που συνεχίζει να λειτουργεί με εξω-ιστορικούς όρους και εντελώς βολονταριστικά (σαν αντιπολίτευση). Μόνο πολύτιμο χρόνο μπορούμε να χάσουμε που θα ισοδυναμεί με μια σοβαρή ανακοπή της σημερινής όποιας γίνεται προσπάθειας σταθεροποίησης και προσαρμογής. Μια παρατεταμένη εκλογική περίοδος έξι και πλέον μηνών, με δύο πιθανές αναμετρήσεις, είναι ότι χειρότερο θα μπορούσε, σε αυτή την περίοδο, να μας συμβεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συνιστά κανέναν κίνδυνο. Μόνος μας κίνδυνος και πιο πιθανός είναι η ακυβερνησία. Και προς αυτήν βαδίζουμε. Το πολιτικό σύστημα για άλλη μία φορά αδυνατεί να δώσει πολιτική λύση. Αυτή θα προκύψει αναγκαστικά μέσα από την κρίση του, μια νέα κρίση διακυβέρνησης με άγνωστες προεκτάσεις και συνέπειες.
Οι ευθύνες για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί επιμερίζονται και σε άλλους παράγοντες (πλην των πολιτικών που έχουν την κύρια ευθύνη).
Όταν κάποιος έχει οικονομικά καταστραφεί και μπορεί ακόμα να δανείζεται και να ζει, δύσκολα μπορεί να αποκτήσει συνείδηση της κατάστασής του. Έτσι σε ότι αφορά την Ελληνική κοινωνία μπορούμε να πούμε ότι όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης ελάχιστη πρόοδο σημείωσε σε ότι αφορά την αυτογνωσία της. Κινήθηκε διαρκώς σε μια κατεύθυνση μετάθεσης των ευθυνών από το πολιτικό σύστημα, στο μνημόνιο και τους δανειστές και κύρια την Μέρκελ για να καταλήξει στο διαχρονικό αίτημα για παροχές.
Από την άλλη τα μίντια κυριαρχούνται και θα κυριαρχούνται από το πρόβλημα της τηλεθέασης κι άρα στο μόνο στο οποίο μόνιμα θα αποσκοπούν θα είναι να γίνονται αρεστά σε όσο το δυνατόν περισσότερους προβάλλοντας τις πιο λαοφιλείς απόψεις. Αποτελούν τον κύριο μηχανισμό στις μέρες μας, αναπαραγωγής και διάδοσης του λαϊκισμού και του αντίστοιχου τρόπου σκέψης.
Τέλος το πανεπιστημιακό κατεστημένο στην πλειοψηφία του ιστορικά συντάχθηκε πάντα με ότι δέσποζε στα πολιτικά μας πράγματα με ελάχιστες εξαιρέσεις ανεξάρτητων διανοητών που πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα αλλά που ασκούν κατά κανόνα, ελάχιστη επιρροή στην κοινωνία.
Αν ισχύει η ρήση ότι κάθε κρίση προσφέρεται για μια νέα αρχή τότε θα πρέπει να επιδιωχθούν κι άλλες εξελίξεις πέρα από αυτές που είναι προεξοφλημένες να συμβούν. Η κρίση ήδη διαφαίνεται στον ορίζοντα και είναι πολύ δύσκολο πλέον, έως αδύνατον, να αποτραπεί. Εις μάτην επιμένει ο διακεκριμένος συνταγματολόγος Ν. Αλιβιζάτος (όπως και άλλοι) να προτείνει μεθόδους και τρόπους αποφυγής. Το ζητούμενο, κατά την γνώμη μας, είναι αν η επικείμενη πολιτική κρίση θα αποτελέσει αφετηρία και για κάποια αρχή. Σε αυτό το επίπεδο είναι ανάγκη να μεταφερθεί η όποια εναγώνια αναζήτηση και ο όποιος δημιουργικός προβληματισμός.
Μήλιος Χρήστος
Το Ελληνικό πολιτικό σύστημα τελικά άντεξε. Με σοβαρές κρίσεις και απώλειες αλλά άντεξε.
Η πιθανότητα κατάρρευσης θα προϋπέθετε ίσως μεγαλύτερης έκτασης εθνική καταστροφή (π.χ. μια πιθανή έξοδο από το Ευρώ και την Ε.Ε.) η οποία εφόσον αποφεύχθηκε, χάρις στην Ε.Ε., αποφεύχθηκαν και τα χειρότερα για το σύστημα(και την κοινωνία)
Ήδη στους δύο πόλους του πολιτικού συστήματος, τον κεντρο-δεξιό και τον κεντρο-αριστερό, είναι σε εξέλιξη διαδικασίες ανασυγκρότησης, γεγονός που σημαίνει ότι η περίοδος της κρίσης και των διασπάσεων έχει τελειώσει και ότι οι ενότητες στους δύο χώρους προχωράνε. Οι ανασυγκροτήσεις αυτές οπωσδήποτε θα απαιτήσουν χρόνο αλλά είναι πλέον σαφές ότι οι φυγόκεντρες τάσεις και ο πολυκερματισμός έχουν εξαντλήσει την δυναμική τους.
Το πολιτικό σύστημα αναδιοργανώνεται. Αργά αλλά σταθερά ξαναβρίσκει τις ισορροπίες του και τον βηματισμό του. Ξεπερνά την κρίση του.
Κύριος παράγοντας σε αυτήν την εξέλιξη υπήρξε η λειτουργία των εφεδρειών του (αριστερών και δεξιών). Πέρα δηλ. από το γεγονός ότι η κρίση δεν πήρε καταστροφικές διαστάσεις ήταν και η λειτουργία των εφεδρειών του πολιτικού συστήματος που συνέβαλε στη διάσωσή του.
Χάρις σε αυτή η απορριπτικότητα του παλιού δικομματισμού δεν διοχετεύθηκε σε εξω-συστημικές δυνάμεις (που άλλωστε δεν έδωσαν κανένα έγκαιρο παρόν - αν θεωρητικά υποθέσουμε ότι υπάρχουν) αλλά απορροφήθηκε ομαλά από τρεις εφεδρικούς χώρους (πρόσκαιρους και μόνιμους): α) Τον κύριο εφεδρικό χώρο της αριστεράς β) από μια διάσπαση της Ν.Δ. (ΑΝΕΛ), και γ) έναν νεοεμφανιζόμενο στα κοινοβουλευτικά χρονικά της Ελλάδας ακροδεξιό χώρο. Από τους τρεις αυτούς χώρους η αριστερά, μετά την κατάρρευση του Πασοκ, έχει ήδη καλύψει το βασικό δομικό κενό που προέκυψε στο πολιτικό σύστημα στη διάρκεια της κρίσης.
Η πρόσφατη κρίση του πολιτικού συστήματος έχει την βάση της στην αδυναμία του να διαχειριστεί την οικονομική κρίση. Αυτή κορυφώθηκε με την παραίτηση της Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και την αδυναμία της Ν.Δ. να το διαδεχθεί στην εξουσία. Η λύση Παπαδήμου (όπως η λύση Ζολώτα το 1989) ήταν μια λύση έξω από τα πλαίσια λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Η Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ είχαν χάσει την λαϊκή συγκατάθεση να κυβερνήσουν. Η ομαλή εναλλαγή των δύο κομμάτων στην εξουσία είχε μπει σε δοκιμασία. Αντιμετώπιζαν κρίση νομιμοποίησης και αναγκάσθηκαν να προσφύγουν σε μιας μορφής «εθνική» λύση, περιορισμένης διάρκειας έως ότου αποκατασταθεί, μέσα από εκλογές, ξανά η μερική έστω λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Σήμερα το πολιτικό σύστημα αποκαθιστά σιγά –σιγά την κανονική του λειτουργία.
Έχουν ήδη σχηματοποιηθεί οι δύο πόλοι του (Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ) λείπει όμως η καθιέρωση της ομαλής εναλλαγής τους που συνιστά ένα κρίσιμο ζήτημα που προμηνύει μια νέα κρίση, την τρίτη στη σειρά μετά το 1989 και το 2012.
Εν τω μεταξύ έχουν επανέλθει όλες οι καθιερωμένες νοοτροπίες και οι συμπεριφορές του παρελθόντος. Όλα θυμίζουν τις παλιές καλές μέρες του μεταπολιτευτικού δικομματισμού. Βιώνουμε την ολική επαναφορά του. Οι ίδιες παρουσίες, ο ίδιος λόγος, το ίδιο ύφος, οι ίδιες πρακτικές. Σαν να μην μεσολάβησε τίποτα. Το πολιτικό σύστημα ξαναζεί μέρες δόξης λαμπρές. Το επίπεδο της βουλής και των πολιτικών συζητήσεων στα μίντια έχει πλήρως αποκατασταθεί. Μόνο κάποια πρόσωπα έχουν αλλάξει. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ έχουν αποδειχθεί άξιοι συνεχιστές των στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Φορείς της ίδιας πολιτικής κουλτούρας, της ίδιας καθημερινής πολιτικής νοοτροπίας και πρακτικής. Δεν υστερούν σε τίποτα. Στη θέση ενός στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ κάλλιστα μπορεί κανείς νοητά να βάλει ένα στέλεχος του παλιού ΠΑΣΟΚ και να διαπιστώσει ότι δεν διαφέρουν σε τίποτα. Πώς να μην έχουμε ξαναπέσει σε ανούσιες συζητήσεις, στον πολιτικαντισμό την γραφικότητα, τον λαϊκισμό, την παροχολογία, τον κορπορατισμό (ειδικά αυτόν), την αλαζονεία κλπ. κλπ. όλα δηλ. τα γνωστά φαινόμενα που χαρακτήριζαν την πολιτική μας ζωή σαράντα χρόνια τώρα;
Το όλο φαινόμενο βέβαια δεν είναι στον αέρα. Έχει την «υλικότητά του». Τις ρίζες του στην κοινωνία, η οποία έχει περάσει από την φάση της απόρριψης του πολιτικού συστήματος και της αντι-μνημονιακής διαμαρτυρίας στην φάση και πάλι των διεκδικήσεων. Διεκδικεί ελαφρύνσεις και παροχές (από το πολιτικό σύστημα). Γεγονός που αποκαθιστά τις σχέσεις πολιτικού συστήματος –κοινωνίας που στην προηγούμενη περίοδο είχαν διαρρηχθεί. Η κοινωνία λοιπόν δεν εναντιώνεται πλέον αλλά απαιτεί. Και τα κόμματα ανταποκρινόμενα στο κύριο αίτημα των καιρών τρέχουν να προλάβουν να συντάξουν προγράμματα με ελαφρύνσεις και παροχές, χωρίς νάχει παρουσιάσει η οικονομία την παραμικρή οικονομική ανάπτυξη. Οι μεταρρυθμίσεις που επικαλείται η Ε.Ε. συνιστούν ότι πιο ανεπίκαιρο και επιζήμιο για το πολιτικό σύστημα και γίνεται προσπάθεια χρονικά τουλάχιστον να μετατεθούν. Αυτό είναι και το πνεύμα των διαβουλεύσεων από την μεριά της κυβέρνησης με την τρόϊκα αυτή την περίοδο.
Οι εθνικοί όροι λοιπόν του πολιτικού παιχνιδιού για αυτήν και την επόμενη φάση έχουν αποσαφηνιστεί. Δύσκολα πλέον ανατρέπονται. Με αυτούς θα πάμε. Κι ας προσκρούουν ευθέως στους Ευρωπαϊκούς όρους άσκησης πολιτικής. Στα εγχώρια αιτούμενα της περιόδου έχουν αναδειχθεί οι παροχές και οι ελαφρύνσεις . Οι Ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις και τα περιοριστικά προγράμματα όσο αναγκαία, με οικονομικούς όρους, κι αν κρίνονται δεν συγκινούν στην Ελλάδα κανέναν. Το θέμα όμως είναι έτσι που οδηγούμαστε.
Οδηγούμαστε μέσα από μια περίοδο πολιτικής αστάθειας σε ένα οικονομικό πισωγύρισμα. Μια τέτοια εξέλιξη φαίνεται να είναι η πιο πιθανή. Εκτός κι αν…
Στην πράξη βέβαια, σε κάθε περίπτωση, είναι αδύνατον να κινηθούμε έξω από τα πλαίσια της καθορισμένης Ευρωπαϊκής πολιτικής, πέρα από όσα λέγονται και γράφονται ειδικά από την αριστερά που συνεχίζει να λειτουργεί με εξω-ιστορικούς όρους και εντελώς βολονταριστικά (σαν αντιπολίτευση). Μόνο πολύτιμο χρόνο μπορούμε να χάσουμε που θα ισοδυναμεί με μια σοβαρή ανακοπή της σημερινής όποιας γίνεται προσπάθειας σταθεροποίησης και προσαρμογής. Μια παρατεταμένη εκλογική περίοδος έξι και πλέον μηνών, με δύο πιθανές αναμετρήσεις, είναι ότι χειρότερο θα μπορούσε, σε αυτή την περίοδο, να μας συμβεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συνιστά κανέναν κίνδυνο. Μόνος μας κίνδυνος και πιο πιθανός είναι η ακυβερνησία. Και προς αυτήν βαδίζουμε. Το πολιτικό σύστημα για άλλη μία φορά αδυνατεί να δώσει πολιτική λύση. Αυτή θα προκύψει αναγκαστικά μέσα από την κρίση του, μια νέα κρίση διακυβέρνησης με άγνωστες προεκτάσεις και συνέπειες.
Οι ευθύνες για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί επιμερίζονται και σε άλλους παράγοντες (πλην των πολιτικών που έχουν την κύρια ευθύνη).
Όταν κάποιος έχει οικονομικά καταστραφεί και μπορεί ακόμα να δανείζεται και να ζει, δύσκολα μπορεί να αποκτήσει συνείδηση της κατάστασής του. Έτσι σε ότι αφορά την Ελληνική κοινωνία μπορούμε να πούμε ότι όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης ελάχιστη πρόοδο σημείωσε σε ότι αφορά την αυτογνωσία της. Κινήθηκε διαρκώς σε μια κατεύθυνση μετάθεσης των ευθυνών από το πολιτικό σύστημα, στο μνημόνιο και τους δανειστές και κύρια την Μέρκελ για να καταλήξει στο διαχρονικό αίτημα για παροχές.
Από την άλλη τα μίντια κυριαρχούνται και θα κυριαρχούνται από το πρόβλημα της τηλεθέασης κι άρα στο μόνο στο οποίο μόνιμα θα αποσκοπούν θα είναι να γίνονται αρεστά σε όσο το δυνατόν περισσότερους προβάλλοντας τις πιο λαοφιλείς απόψεις. Αποτελούν τον κύριο μηχανισμό στις μέρες μας, αναπαραγωγής και διάδοσης του λαϊκισμού και του αντίστοιχου τρόπου σκέψης.
Τέλος το πανεπιστημιακό κατεστημένο στην πλειοψηφία του ιστορικά συντάχθηκε πάντα με ότι δέσποζε στα πολιτικά μας πράγματα με ελάχιστες εξαιρέσεις ανεξάρτητων διανοητών που πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα αλλά που ασκούν κατά κανόνα, ελάχιστη επιρροή στην κοινωνία.
Αν ισχύει η ρήση ότι κάθε κρίση προσφέρεται για μια νέα αρχή τότε θα πρέπει να επιδιωχθούν κι άλλες εξελίξεις πέρα από αυτές που είναι προεξοφλημένες να συμβούν. Η κρίση ήδη διαφαίνεται στον ορίζοντα και είναι πολύ δύσκολο πλέον, έως αδύνατον, να αποτραπεί. Εις μάτην επιμένει ο διακεκριμένος συνταγματολόγος Ν. Αλιβιζάτος (όπως και άλλοι) να προτείνει μεθόδους και τρόπους αποφυγής. Το ζητούμενο, κατά την γνώμη μας, είναι αν η επικείμενη πολιτική κρίση θα αποτελέσει αφετηρία και για κάποια αρχή. Σε αυτό το επίπεδο είναι ανάγκη να μεταφερθεί η όποια εναγώνια αναζήτηση και ο όποιος δημιουργικός προβληματισμός.
Μήλιος Χρήστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου