Σκληρή η γή και πιο σκληρή η δίκαιη χρεοκοπία

Δημοσιεύθηκε: 21 Ιανουαρίου 2016 - 07:46
Αφήστε τους δρόμους και πιάστε τα χωράφια!

Οι αγρότες ζεσταίνουν τις μηχανές των τρακτέρ και ετοιμάζονται να κλείσουν τους δρόμους για να προασπίσουν το ευνοϊκό καθεστώς που απολαμβάνουν. Όμως, το καλύτερο που θα είχαν να κάνουν είναι κάτι άλλο.
Πριν λίγο καιρό, στη συνέντευξη που παραχώρησε ο πρόεδρος της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Στουρνάραςστον ΣΚΑΪ και στον Αλέξη Παπαχελά ρωτήθηκε για την εισαγωγή του ΕΝΦΙΑ.
Στην απάντησή του, ο κ. διοικητής υπενθύμισε ότι 500 εκατ. ευρώ επρόκειτο να προέλθουν από τη φορολόγηση αγροτεμαχίων και άλλων αγροτικών εκτάσεων, ώστε να αναλογεί ένα μικρό ποσό σε περισσότερους.
Όμως, οι βουλευτές της ΝΔ, π.χ. Τζαμτζής που είναι καλλιεργητής, και του ΠΑΣΟΚ από αγροτικές περιοχές δεν το επέτρεψαν, με αποτέλεσμα το βάρος να πέσει στους ιδιοκτήτες αστικών ακινήτων.
Εξυπακούεται ότι συμπαραστάτες ήταν τα υπόλοιπα κόμματα της τότε αντιπολίτευσης όπως ο ΣΥΡΙΖΑ.
Επρόκειτο για μια αναδιανομή εισοδήματος εις βάρος του αστικού πληθυσμού, που έχει επιβαρυνθεί περισσότερο από την κρίση και την οποία αρκετοί, όπως εμείς, βρίσκουν άδικη, σε αντίθεση με άλλους που τη θεωρούν δίκαιη.
Το παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό και δείχνει την πολιτική δύναμη των 432.000 ατόμων που δηλώνουν αγρότες.
Από αυτούς, λιγότερα από 2.000 άτομα δήλωσαν εισόδημα μεγαλύτερο από 50.000 ευρώ.
Λιγότερα από 11.500 άτομα δήλωσαν εισόδημα μεγαλύτερο από 20.000 ευρώ.
Κοινώς, το 2,7% περίπου όσων δήλωσαν εισόδημα από αγροτικές καλλιέργειες ήταν πάνω από 20.000 ευρώ.
Το 93% δήλωσε εισόδημα μικρότερο των 10.000 ευρώ το 2014.
Δεν θα υπεισέλθουμε στη συζήτηση κατά πόσο τα δηλωθέντα εισοδήματα ανταποκρίνονται στα πραγματικά.
Όμως, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι έτυχαν πολύ καλύτερης φορολογικής μεταχείρισης από τα αντίστοιχα εισοδήματα άλλων, π.χ. των ελεύθερων επαγγελματιών.
Ως γνωστόν, οι τελευταίοι φορολογούνται με συντελεστή 26% από το πρώτο ευρώ ενώ οι αγρότες με συντελεστή 13% και έχουν επιπλέον άλλα αναχώματα, π.χ. κοινοτικές επιδοτήσεις που δεν φορολογούνται μέχρι κάποιο ποσό κ.τ.λ.
Είναι λογικό να κακοφαίνεται σε κάποιον όταν καλείται να πληρώσει περισσότερα σε φόρους εισοδήματος, έστω κι αν είναι 100 με 150 ευρώ τον χρόνο κατά μέσο όρο.
Ιδίως, αν έχει συνηθίσει αλλιώς.
Είναι επίσης λογικό να επιζητά φορολογικές ελαφρύνσεις.
Όταν όμως η χώρα έχει ουσιαστικά χρεοκοπήσει και οι υπόλοιποι έχουν επιβαρυνθεί τόσο πολύ και καλούνται να πληρώσουν ακόμη περισσότερα, δεν είναι δίκαιο και σωστό να διατηρηθεί το ευνοϊκό καθεστώς φορολόγησης που απολαμβάνουν ορισμένες κατηγορίες όπως οι αγρότες.
Κι αυτό γιατί αν δεν συμμετάσχουν στον κυβερνητικό σχεδιασμό για αύξηση των εσόδων, τη νύφη θα πληρώσουν μοιραία οι υπόλοιποι, αφού η προβλεπόμενη μείωση των κρατικών δαπανών είναι αναλογικά μικρή.
Όμως, η ιστορία δεν σταματάει στο φορολογικό αλλά επεκτείνεται στο ασφαλιστικό.
Με έκπληξη πληροφορήθηκαν πολλοί που δεν το γνώριζαν, ότι οι αγρότες πληρώνουν μόλις 940 ευρώ ετησίως για σύνταξη και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Ω γνωστόν, οι υπόλοιποι πληρώνουν χιλιάδες ευρώ κάθε χρόνο, έστω κι αν δηλώνουν το ίδιο εισόδημα με τους αγρότες.
Πρόκειται για άνιση μεταχείριση που δείχνει το μέγεθος της πολιτικής παρέμβασης των αγροτών διαχρονικά. Προφανώς, αυτό το καθεστώς ασφάλισης δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Ασφαλώς θα πρέπει να συζητηθεί ποια θα είναι η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών και πώς θα υπολογίζεται. Όμως, το σημερινό καθεστώς δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Ως γνωστόν, οι αγρότες δεν έχουν τίποτα το ιδιαίτερο να κάνουν το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου και είθισται να το εκμεταλλεύονται.
Αντί να πηγαίνουν στα καφενεία, παίρνουν τα τρακτέρ και κατεβαίνουν στους δρόμους, προκαλώντας ενίοτε προβλήματα στους υπολοίπους και στην εθνική οικονομία.
Φέτος, έχουν πολύ περισσότερους λόγους να το κάνουν, λόγω φορολογικού και ασφαλιστικού.
Όμως, αντί να ακολουθούν την πεπατημένη των διεκδικήσεων με τις ουρές των τρακτέρ, που πολλά αγοράστηκαν με θαλασσοδάνεια της ΑΤΕ στο παρελθόν, θα ήταν καλύτερο να κάνουν κάτι άλλο.
Να αναζητήσουν τρόπους για να αυγατίσει το εισόδημά τους.
Η μετατροπή τους σε επιχειρηματίες που ενώνουν δυνάμεις για την επίτευξη οικονομιών κλίμακας, στρεφόμενοι σε άλλες καλλιέργειες που έχουν μεγαλύτερη ζήτηση στο εξωτερικό κ.τ.λ. είναι ένας από αυτούς.
Ας εγκαταλείψουν λοιπόν τις παλιές πρακτικές και ας στραφούν στην επιχειρηματικότητα.
Dr. Money

Περί φιλελευθερισμού

euro2day.gr
Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος 
ath.papandropoulos@euro2day.gr
Δημοσιεύθηκε: 28 Ιανουαρίου 2016

Η ώρα της φιλελεύθερης ανατροπής

Η Ελλάδα έχει πλέον επείγουσα ανάγκη από έναν νέο πολιτικό λόγο, προσανατολισμένο στα τεχνολογικά και πολιτικά πρότυπα μιας παγκοσμιοποιημένης και ανατρεπτικής εποχής.

Παρά τις λυσσώδεις ιδεολογικές επιθέσεις που δέχεται, ο φιλελευθερισμός είναι κυρίαρχη αντίληψη της εποχής μας. Το γεγονός αυτό αφύπνισε τις δυνάμεις του ζόφου και της βίας, που χρόνια τώρα εκκολάπτονταν στον μεσαιωνικό αραβο-περσικό κόσμο.

Παρ' όλα αυτά, η φιλελεύθερη κουλτούρα, χωρίς να λέει πάντα το όνομά της, διαδίδεται και στηρίζεται, όπως θα έλεγε και ο αείμνηστος Μάρκος Δραγούμης, στο πρωτείο του ατόμου. Στη δυνατότητα, δηλαδή, κάθε ανθρώπου να αυτοολοκληρωθεί και να προκόψει υπό καθεστώς ελευθερίας.

Μία ελευθερία, εξάλλου, η οποία ενισχύεται σήμερα, όπως θα συνεχίσει να ενισχύεται και στο μέλλον, από τεράστια τεχνολογικά ερείσματα, ευνοϊκά προς τη δημιουργία γνώσεων μέσω της παγκοσμιοποίησης των πληροφοριών.

Προδιαγράφεται, έτσι, μία φιλελεύθερη νομοτελειακή πραγματικότητα, η οποία, σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες, κυρίως της Ευρώπης, έχει ήδη προσλάβει και σαφέστατες πολιτικές εκφράσεις ευρύτατου φάσματος.

Ωστόσο, συμβαίνει κάτι περίεργο. Το σχεδόν νομοτελειακό αυτό γεγονός, περισσότερο από τους φιλελεύθερους, έχουν συνειδητοποιήσει οι εχθροί του πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού -δηλαδή οι παλαιοκομμουνιστές, οι τζιχαντιστές, οι ακροδεξιοί, οι απογοητευμένοι του μαοϊσμού, οι σοσιαλχριστιανοί και γενικώς όλοι αυτοί που αντιδρούν σε κάθε φαινόμενο προόδου και παγίωσης ανοικτών κοινωνιών. Πολεμούν δε τον φιλελευθερισμό με τα γνωστά και δοκιμασμένα όπλα του παρελθόντος, αυτά που κατά κόρον χρησιμοποίησαν οι εχθροί των ανοικτών κοινωνιών με στόχο να τις κλείσουν. Τα όπλα αυτά είναι η μυθοπλασία, η μυθολογία των λέξεων, ο ακραίος εθνικισμός, η θρησκοληψία, η πρόκληση φόβου και η γελοία ξύλινη γλώσσα με τις κενές περιεχομένου λέξεις.

Προσφάτως δε, ήλθε να προστεθεί στο οπλοστάσιο αυτό η τυφλή βία του ισλαμοφασισμού.

Στο πλαίσιο αυτό, οι εχθροί της ελευθερίας επιδιώκουν να ενοχοποιήσουν κάθε άτομο που θέλει να σκέπτεται και να συμπεριφέρεται ελεύθερα, κατηγορώντας το ότι είναι «νεο-φιλελεύθερο», υπέρμαχο του «άγριου καπιταλισμού».

Μέσα, λοιπόν, σε αυτό το νέο περιβάλλον ιδεολογικής τρομοκρατίας και θρησκοεθνικιστικής υστερίας, οι λιγοστοί Έλληνες φιλελεύθεροι όχι μόνον έχουν χάσει τη λαλιά τους, αλλά ίσως να αισθάνονται και ενοχές για τις συντριπτικές, αλλά αιματηρές, νίκες που η δημοκρατία, η ελευθερία και η οικονομία της αγοράς πέτυχαν κατά όλων των ολοκληρωτισμών οι οποίοι ταλαιπώρησαν την ανθρωπότητα στη διάρκεια του 20ού αιώνα.

Από την πλευρά της, η ελληνική κεντροδεξιά έχει αποβάλει από το λεξιλόγιό της τη λέξη «φιλελευθερισμός», τελεί υπό πλήρη ιδεολογική σύγχυση και, κάτω από την πίεση των ακροδεξιών στοιχείων τα οποία οργιάζουν στους κόλπους της, βρίσκεται σε χαρακτηριστική αδυναμία να διατυπώσει ένα συγκροτημένο πολιτικό όραμα. Αρκείται, έτσι, σε μία ανούσια περί μεταρρυθμίσεων φιλολογία που, σε μεγάλο βαθμό, δεν ξεπερνά το επίπεδο των ευχολογίων.

Ακόμα χειρότερα, είναι παγιδευμένη από την αριστερή φρασεολογία και τη λαϊκιστική κενολογία των μέσων μαζικής επικοινωνίας, τα οποία είναι σήμερα ο μεγάλος εχθρός του φιλελευθερισμού στην Ελλάδα. Έτσι, χρησιμοποιεί κατά κόρον το λεξιλόγιο των αντιπάλων της και, συνεπώς, είναι χαμένη από χέρι. Χωρίς ιδέες, χωρίς οράματα για τον 21ο αιώνα, χωρίς γνώση των κατακλυσμιαίων αλλαγών που πραγματοποιούνται με επιταχυνόμενους ρυθμούς σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής των ανεπτυγμένων χωρών, η ελληνική δεξιά αδυνατεί να δώσει μία νέα φιλελεύθερη ερμηνεία στη σημερινή πραγματικότητα και, τελικώς, αυτό ίσως να ήταν το σοβαρότερο λάθος της, ανεξαρτήτως της κρίσης.

Η ελληνική κοινωνία, όμως, στην παρακμιακή και αγκυλωμένη κατάσταση που βρίσκεται σήμερα, δεν έχει ανάγκη από άτολμους μεταρρυθμιστές ή ξεπερασμένους διαχειριστές του στρεβλού παρελθόντος της. Χρειάζεται τολμηρούς ανανεωτές, που θα μπορέσουν να την απογειώσουν και να την εκσυγχρονίσουν. Η -χωρίς ιδέες και πολιτικό λόγο- ελληνική κεντροδεξιά θα πρέπει να καταλάβει ότι το κλασικό παράδειγμα της βιομηχανικής κοινωνίας, η οποία στηριζόταν σε ένα παραγωγικό μοντέλο με υλικούς συντελεστές παραγωγής, σήμερα έχει ξεπεραστεί.

Οι αποδοτικότερες οικονομικές δραστηριότητες του σήμερα και του αύριο θα έχουν ως κεντρικό συντελεστή της οργάνωσής τους την πληροφορία, τη γνώση και την ευφυΐα. Η προστιθέμενη αξία σε πάμπολλες περιπτώσεις δεν παράγεται ούτε από τον χρόνο, ούτε από τον όγκο της εργασίας, αλλά είναι συνάρτηση των δημιουργικών ικανοτήτων του ατόμου. Η σημερινή τεχνογνωσία στηρίζεται κατά κύριο λόγο στη δημιουργική γνώση και στην υψηλή ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων και δευτερευόντως σε άλλους συντελεστές παραγωγής.

Στις σημερινές συνθήκες, η εργασία, όπως την περιέγραφαν πριν 200 χρόνια ο Άνταμ Σμιθ και ο Καρλ Μαρξ, δεν βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Στον κλάδο της πληροφορικής αντιπροσωπεύει 7% του συνολικού κόστους ενός προϊόντος και στις λοιπές βιομηχανικές δραστηριότητες δεν ξεπερνά, κατά μέσον όρο, το 20%.

Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι στη σύγχρονη φιλελεύθερη οικονομική πραγματικότητα -στην οποία, ζωτικό ρόλο παίζουν οι χρηματοοικονομικές δραστηριότητες- παρατηρείται στον ανεπτυγμένο κόσμο μία συνεχής υποχώρηση της οικονομίας της παραγωγής προς όφελος της οικονομίας της δημιουργίας. Με αποτέλεσμα, οι περισσότερες μορφές παραδοσιακής δραστηριότητας να είναι μηδενικής λειτουργικότητας. Παράλληλα, οι κοινωνικοί δεσμοί επίσης εξελίσσονται με μεγάλη ταχύτητα. Ξεφεύγουν από τις ιεραρχικές δομές και κατευθύνονται προς τη δυναμική του δικτύου.

Στο μέτρο που η οικονομία θα στηρίζεται αποκλειστικά στον νεωτερισμό, και άρα θα έχει ανάγκη από μόνιμες ανταλλαγές ιδεών και πληροφοριών μεταξύ δικτυωμένων πυρήνων εργασίας, τα επικοινωνιακά δίκτυα θα αποκτούν όλο και πιο καθοριστική σημασία. Παράλληλα, θα απαιτούν ανθρώπους ανοικτούς, πολύγλωσσους, δημιουργικούς, με έντονη την αίσθηση της ελευθερίας στις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές τους. Οι εργαζόμενοι του σήμερα και του αύριο θα πρέπει να σκέπτονται σαν επιχειρηματίες και να είναι αποφασισμένοι να αλλάξουν επάγγελμα τρεις και τέσσερις φορές στη διάρκεια της καριέρας τους. Θα πρόκειται για μία νέα κατηγορία εργαζομένων, η οποία, από πολιτικής πλευράς, θα είναι αντικειμενικά ελεύθερη.

Έτσι, είναι εκ των ων ουκ άνευ η ύπαρξη στη χώρα μας ενός νέου και φιλελεύθερου πολιτικού πνεύματος, απαλλαγμένου από ενοχές και αγκυλώσεις της τριτοκοσμικής και εθνικιστικής ιδεολογικής τρομοκρατίας. Θα πρέπει δε να θεωρείται βέβαιον ότι αυτή η προοπτική θα συναντήσει πολύ ισχυρές αντιστάσεις και λυσσώδη πόλεμο από όλους αυτούς που θέλουν την ελληνική κοινωνία μίζερη και ανελεύθερη.

Κυβερνήσεις Συνεργασίας στην Ελλάδα

Πηγή: http://www.sansimera.gr/articles/481
Από αριστερά: Χ. Φλωράκης, Α. Παπανδρέου, Ξ. Ζολώτας, Κ. Μητσοτάκης (1989)

Από αριστερά: Χ. Φλωράκης, Α. Παπανδρέου, Ξ. Ζολώτας, Κ. Μητσοτάκης (1989)

Μετρημένες στα δάχτυλα των δύο χεριών είναι οι κυβερνήσεις συνεργασίας στην ιστορική διαδρομή της Νεώτερης Ελλάδας. Οι αιτίες πολλές: Καχεκτική δημοκρατία, έλλειψη κουλτούρας συνεννόησης και διαλόγου, παρουσία προσωποκεντρικών κομμάτων και εκλογικοί νόμοι που ευνοούν τον σχηματισμό ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων. Κύριο χαρακτηριστικό των κυβερνήσεων συνεργασίας, ο βραχύς βίος τους.

Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Κανάρη

Η πρώτη κυβέρνηση συνεργασίας στην Ελλάδα σχηματίστηκε στις 22 Μαΐου1877, με πρωθυπουργό τον γηραιό ναύαρχο Κωνσταντίνο Κανάρη και υπό την πίεση της κοινής γνώμης, η οποία ανησυχούσε για την τύχη των υπόδουλων Ελλήνων στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που βρισκόταν σε πόλεμο με τη Ρωσία.  Ο προκάτοχος του Κανάρη, Αλέξανδρος Κουμουνδούροςαδυνατούσε να κυβερνήσει, επειδή αρκετά συχνά έχανε την εμπιστοσύνη της Βουλής. Η κυβέρνηση Κανάρη ονομάστηκε Οικουμενική (πρώτη χρήση αυτού του όρου) και σ' αυτή συμμετείχαν όλες οι σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες της εποχής: Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, Χαρίλαος ΤρικούπηςΘεόδωρος ΔηλιγιάννηςΕπαμεινώνδας Δεληγεώργης και Θρασύβουλος Ζαΐμης.

Η σύμπηξη της οικουμενικής κυβέρνησης έλυσε το πρόβλημα της κυβερνητικής αστάθειας, αλλά άφησε άλυτο το πρόβλημα της ακολουθητέας πολιτικής. Ο Κουμουνδούρος ήθελε την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, ενώ ο Δεληγεώργης ευνοούσε την πολιτική των οικονομικών περιστολών. Ο θάνατος του Κανάρη στις 2 Σεπτεμβρίου 1877 άφησε ακέφαλη την οικουμενική κυβέρνηση, η οποία πορεύτηκε μέχρι τη διάλυσή της στις 11 Ιανουαρίου 1878 με την εναλλαγή των μελών της στην πρωθυπουργία. Αυτή την περίοδο σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα έπαιξε ο βασιλιάς Γεώργιος Α'.

Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη

Οι εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 δεν ανέδειξαν αυτοδύναμη κυβέρνηση, λόγω της απλής αναλογικής. Τα τέσσερα πρώτα κόμματα (δύο βενιζελικά και δυο αντιβενιζελικά) αποφάσισαν να συνεργαστούν για τη δημιουργία βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος. Στις 4 Δεκεμβρίου 1926 σχηματίστηκε οικουμενική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Το ΚΚΕ στην πρώτη του κοινοβουλευτική παρουσία ανέλαβε ουσιαστικά τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ο σχηματικής της κυβέρνησης συνεργασίας γέννησε ελπίδες ότι η πολιτική και κοινωνική ζωή της θα εισέλθει σε περίοδο ομαλότητας, σε μία περίοδο που είχαν σωρευτεί πολλά και δυσεπίλυτα προβλήματα από τη μικρασιατική καταστροφή. Όμως, από την πρώτη μέρα της λειτουργίας της άρχισαν οι τριβές, που κορυφώθηκαν με την αποχώρηση των υπουργών του Λαϊκού Κόμματος, λόγω διαφωνιών σε θέματα οικονομικής πολιτικής και τελικά την πτώση της στις 17 Αυγούστου 1927. Πρόλαβε, πάντως, να θέσει σε εφαρμογή στις 3 Ιουνίου 1927, το νέο Σύνταγμα, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως το αρτιότερο και προοδευτικότερο από τα έως τότε ελληνικά Συντάγματα.

Κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου

Γεώργιος Παπανδρέου (1944)

Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη ναζιστική Γερμανία σχηματίστηκε κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου (18 Οκτωβρίου 1944). Στην κυβέρνηση συμμετείχαν και εκπρόσωποι του ΕΑΜ, στο οποίο κυριαρχούσε το ΚΚΕ. Η απαίτηση του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου για αποστράτευση των αντιστασιακών οργανώσεων ΕΑΜ και ΕΔΕΣ προκάλεσε την αντίδραση του ΕΑΜ, το οποίο απέσυρε τους υπουργούς του από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας (28 Νοεμβρίου 1944). Τα αιματηρά Δεκεμβριανά, που ακολούθησαν, προκάλεσαν την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου στις 3 Ιανουαρίου 1945.

Κυβέρνηση Παναγιώτη Πουλίτσα

Η κυβέρνηση Πουλίτσα

Οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές έγιναν στις 31 Μαρτίου 1946 με την αποχή του ΚΚΕ και των «Αριστερών Φιλελευθέρων». Την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή απέσπασε η «Ηνωμένη Παράταξις Εθνικοφρόνων», ένας συνασπισμός δεξιών κομμάτων με επικεφαλής το «Λαϊκό Κόμμα» του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη. Λόγω της εκκρεμότητας του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό, η ηγεσία των «Λαϊκών» επέλεξε τη λύση του σχηματισμού κυβέρνησης ευρύτερου συνασπισμού, με επικεφαλής τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας, Παναγιώτη Πουλίτσα, και τη συμμετοχή πολιτικών του Κέντρου, όπως του Γεωργίου Παπανδρέου, του Σοφοκλή Βενιζέλου και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Η κυβέρνηση Πουλίτσα ορκίστηκε στις 4 Απριλίου 1946 και άντεξε μόνο δύο εβδομάδες, εξαιτίας διαφωνιών στους κόλπους της για τον πολιτικό χειρισμό του χρόνου του δημοψηφίσματος.

Κυβέρνηση Δημητρίου Μάξιμου

Μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Τσαλδάρη, στις 24 Ιανουαρίου 1947, ορκίζεται ως εξωκοινοβουλευτικός πρωθυπουργός, ο τραπεζίτης Δημήτριος Μάξιμος, ηγούμενος κυβέρνησης συνασπισμού, που περιλάμβανε όλα τα κόμματα της Βουλής, σε μια προσπάθεια των Αμερικανών να συσπειρώσουν τον αστικό πολιτικό κόσμο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κομμουνιστική απειλή.

Ήταν η λεγόμενη Επτακέφαλος Κυβέρνησις, με αντιπροέδρους τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη (τέως πρωθυπουργό) και τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Στα διάφορα υπουργεία ορκίστηκαν οι Γεώργιος Παπανδρέου (Εσωτερικών), Στυλιανός Γονατάς (Δημοσίων Έργων), Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Ναυτικών), Ναπολέων Ζέρβας (Δημοσίας Τάξεως) και Κωνσταντίνος Καραμανλής(Εργασίας). Κατά τη διάρκεια της ολιγόμηνης θητείας της, η Βρετανία ανακοίνωσε την αποχώρηση των στρατευμάτων από την Ελλάδα (15 Φεβρουαρίου) και ο αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν εξήγγειλε το περίφημο Δόγμα του (12 Μαρτίου). Η δυσαρέσκεια των Αμερικανών για την αποτυχία των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του Εθνικού Στρατού εναντίον των ανταρτών του ΔΣΕ  προκάλεσαν την πτώση της κυβέρνησης Μάξιμου στις 29 Αυγούστου1947.

Κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη / Αλέξανδρου Διομήδη

Η κυβέρνηση Αλέξανδρου Διομήδη

Την κυβέρνηση Μάξιμου ακολούθησε η βραχύβια κυβέρνηση Τσαλδάρη, η οποία παρέμεινε στην εξουσία έως την 7η Σεπτεμβρίου 1947, οπότε την εξουσία ανέλαβε ο γηραιός κεντρώος πολιτικός Θεμιστοκλής Σοφούλης, ηγούμενος κυβέρνησης συνεργασίας «Λαϊκών» και «Φιλελευθέρων». Στόχος του νέου κυβερνητικού σχήματος, που παρέμεινε στην εξουσία έως τις 6 Ιανουαρίου 1950 και είχε τις ευλογίες των Αμερικανών, η εφαρμογή του Δόγματος Τρούμαν και η συντριβή της κομμουνιστικής ανταρσίας. Μετά τον θάνατο του Σοφούλη (24 Ιουνίου 1949), την πρωθυπουργία ανέλαβε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Αλέξανδρος Διομήδης.

Κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου

Οι πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950 δεν έδωσαν αυτοδύναμη κυβέρνηση, λόγω της απλής αναλογικής που εφαρμόστηκε. Ο κεντρώος Σοφοκλής Βενιζέλος ηγήθηκε συμμαχικής κυβερνήσεως μεταξύ του Λαϊκού Κόμματος και κεντρώων πολιτικών, η οποία παρέμεινε στην εξουσία για λιγότερο από ένα μήνα (23 Μαρτίου – 15 Απριλίου 1950) και παραιτήθηκε κατόπιν επιμονής των Αμερικανών. Μέχρι τις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου1951 ακολούθησαν κυβερνήσεις συνεργασίας μεταξύ κεντρώων κομμάτων κατά βάση, με πρωθυπουργούς τους Νικόλαο Πλαστήρα και Σοφοκλή Βενιζέλο.

Κυβέρνηση Νικόλαου Πλαστήρα

Οι εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 δεν έδωσαν αυτοδυναμία σε κάποιο κόμμα, λόγω της απλής αναλογικής, που εφαρμόστηκε και πάλι. Πρώτευσε ο δεξιός «Ελληνικός Συναγερμός» του Αλέξανδρου Παπάγου με 114 έδρες και ακολούθησαν δύο κεντρώοι σχηματισμοί, η ΕΠΕΚ (74 έδρες) και το Κόμμα των Φιλελευθέρων (57 έδρες). Τα δύο κεντρώα κόμματα συγκέντρωσαν οριακά την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή και σχημάτισαν κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Νικόλαο Πλαστήρα. Η κυβέρνηση θα καταρρεύσει στις 10 Οκτωβρίου 1952 με την παραίτηση του Πλαστήρα, λόγω σοβαρών διαφωνιών στους κόλπους της για τα «μέτρα ειρήνευσης», αλλά και την υπονόμευσή της από το δεξιό παρακράτος. Κατά τη διάρκεια της θητείας της, η Ελλάδα εισήλθε στο ΝΑΤΟ, διεξήχθη η Δίκη των Αεροπόρων και εκτελέσθηκε ο κομμουνιστής ηγέτης Νίκος Μπελογιάννης. Η κυβέρνηση Πλαστήρα έλαβε μέτρα για την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση της χώρας, με έργα υποδομής, εθνικοποιήσεις, κοινωνικές παροχές, διανομή γης στους ακτήμονες και ψήφο στις γυναίκες.

Κυβέρνηση Ιωάννη Παρασκευόπουλου

Η πολιτική ανωμαλία της λεγόμενης «Αποστασίας» (Ιούλιος 1965 - Δεκέμβριος 1966) τερματίστηκε με τη συμφωνία των ηγετών της Ένωσης Κέντρου, Γεωργίου Παπανδρέου και της ΕΡΕΠαναγιώτη Κανελλόπουλου, για τον σχηματικό μεταβατικής κυβέρνησης μεταξύ των δύο κομμάτων που θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές. Έτσι, στις 22 Δεκεμβρίου 1966, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στον τραπεζίτη Ιωάννη Παρασκευόπουλο. Στις 3 Απριλίου 1967 η ΕΡΕ ήρε την εμπιστοσύνη της προς τη μεταβατική κυβέρνηση Παρασκευόπουλου. Την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος ανετράπη από τους πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου.

Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή

Η πρώτη κυβέρνηση που προέκυψε μετά την πτώση της Χούντας (23 Ιουλίου1974) με πρωθυπουργό των Κωνσταντίνο Καραμανλή, ονομάστηκε Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Σ' αυτή συμμετείχαν πολιτικοί από την προδικτατορική ΕΡΕ και Ένωση Κέντρου, καθώς και προσωπικότητες, που αναδείχτηκαν μέσα από τον αντιδικτατορικό αγώνα. Ο βίος της τερματίσθηκε στις 17 Νοεμβρίου, όταν έγιναν οι πρώτες εκλογές μετά την μεταπολίτευση, τις οποίες κέρδισε πανηγυρικά η Νέα Δημοκρατία.

Κυβέρνηση Τζαννή Τζαννετάκη

Από αριστερά: Λ. Κύρκος, Κ. Μητσοτάκης, Χ. Σαρτζετάκης, Χ. Φλωράκης

Στις εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989, η Νέα Δημοκρατία, παρότι λαμβάνει κοντά στο 45% των ψήφων, δεν κατορθώνει να εξασφαλίσει την αυτοδυναμία, εξαιτίας του εκλογικού νόμου που ψήφισε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και προσέγγιζε την απλή αναλογική. Η χώρα συγκλονιζόταν από το σκάνδαλο Κοσκωτά, που άγγιζε τον πυρήνα της Παπανδρεϊκής εξουσίας. Το αίτημα για κάθαρση ήταν παλλαϊκή απαίτηση. Με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και των ηγετών της Αριστεράς, Χαρίλαου Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκου, σχηματίζεται κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του ενιαίου, τότε, Συνασπισμού. Το νέο κυβερνητικό σχήμα υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη είναι βραχύβιο κι έχει διπλό στόχο: τη δρομολόγηση των διαδικασιών της Κάθαρσης και την προετοιμασία αδιάβλητων εκλογών βάσει του ισχύοντος εκλογικού νόμου. Πράγματι, ο Ανδρέας Παπανδρέου παραπέμπεται στο Ειδικό Δικαστήριο για την Υπόθεση Κοσκωτά με απόφαση της Βουλής, η οποία παραβλέπει τη σύσταση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ότι «οι πρωθυπουργοί πηγαίνουν στα σπίτια τους».

Κυβέρνηση Ξενοφώντα Ζολώτα

Η συγκυβέρνηση ΝΔ - Συνασπισμού λαμβάνει τέλος στις 7 Οκτωβρίου, αφού ολοκληρώνει το έργο των παραπομπών. Προκηρύσσονται εκλογές για τις 5 Νοεμβρίου 1989, αλλά και πάλι δεν προκύπτει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Μετά τις αποτυχημένες διερευνητικές εντολές σχηματίζεται οικουμενική κυβέρνηση υπό την υπέργηρο οικονομολόγο Ξενοφώντα Ζολώτα. Έκπληκτος ο κόσμος πληροφορείται ότι ο «αρχάγγελος της κάθαρσης» Μητσοτάκης συνεργάζεται με τον «κλέφτη» Παπανδρέου. Η αξιοπιστία των πολιτικών δέχεται ισχυρό πλήγμα, ενώ αποδεικνύεται ότι η κάθαρση ήταν απλά ένα πολιτικό εύρημα, με στόχο την αξιοποίηση των λαθών και των σκανδάλων του ΠΑΣΟΚ από την φιλελευθερο-κομμουνιστική συμμαχία!

Το νέο κυβερνητικό σχήμα υπονομεύει εξ αρχής ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, προκειμένου να στηρίξει τη θέση του ότι τα σχήματα συνεργασίας ήταν αναποτελεσματικά και ότι απαιτείτο η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας. Η οικουμενική καταρρέει, όταν αποτυγχάνει να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίαςκαι προκηρύσσονται νέες εκλογές για τις 8 Απριλίου 1990. Η Νέα Δημοκρατία και πάλι δεν κατακτά την αυτοδυναμία και χρειάζεται η προσχώρηση του μοναδικού βουλευτή της ΔΗΑΝΑ, Θεόδωρου Κατσίκη, για να σχηματιστεί ο μαγικός αριθμός 151, που έδινε την πολυπόθητη αυτοδυναμία στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.

Κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου

Από αριστερά: Γ. Καρατζαφέρης, Α. Σαμαράς, Λ. Παπαδήμος, Γ. Παπανδρέου

Στις 11 Νοεμβρίου 2011 σχηματίστηκε κυβέρνηση ευρείας αποδοχής υπό τον τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμο, μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου και της κυβέρνησής του. Ήταν τρικομματική και την αποτελούσαν στελέχη από το κυβερνόν ΠΑΣΟΚ (που διέθετε την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή), τη Νέα Δημοκρατία, που ήταν αξιωματική αντιπολίτευση και το ΛΑΟΣ, τέταρτο κόμμα σε κοινοβουλευτική δύναμη.

Η νέα κυβέρνηση, που θεωρήθηκε μεταβατική, είχε ως σκοπό την επίτευξη των στόχων που προέβλεπαν οι συμφωνίες της Συνόδου Κορυφής των ηγετών της Ευρωζώνης της 26ης Οκτωβρίου 2011, την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής που συνδεόταν με τις αποφάσεις αυτές και τη διεξαγωγή εκλογών στις αρχές του επόμενου χρόνου, έπειτα από την ολοκλήρωση των απαραίτητων διεργασιών. Στις 9 Φεβρουαρίου 2012 το ΛΑΟΣ αποχώρησε από το κυβερνητικό σχήμα, το οποίο συνέχισε τη λειτουργία του με την υποστήριξη ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.

Κατά τη διάρκεια της θητείας της κυβέρνησης Παπαδήμου ψηφίστηκε το Μνημόνιο αρ. 2 και «κουρεύτηκε» το ελληνικό χρέος. Επίσης, δόθηκε στη χώρα μας η περίφημη 6η δόση της δανειακής σύμβασης. Η απειλή για τη μη καταβολή της από το δίδυμο Μέρκελ και Σαρκοζί, αν ο έλληνας πρωθυπουργός πραγματοποιούσε την «απειλή» του για διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με το ευρώ, είχε προκαλέσει εσωκομματικές εντάσεις στο ΠΑΣΟΚ και την κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου. Η κυβέρνηση Παπαδήμου διενήργησε και τις εκλογές της 6 Μαΐου 2012, που δεν έδωσαν αυτοδυναμία σε κανένα κόμμα. Παραιτήθηκε στις 17 Μαΐου 2012 και τη διαδέχθηκε υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Παναγιώτη Πικραμμένο.

Κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά

Κυβέρνηση Αλέξη Τσίπρα

Περί Πηγών...