euro2day.gr
Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος
ath.papandropoulos@euro2day.gr
Δημοσιεύθηκε: 28 Ιανουαρίου 2016
Η ώρα της φιλελεύθερης ανατροπής
Η Ελλάδα έχει πλέον επείγουσα ανάγκη από έναν νέο πολιτικό λόγο, προσανατολισμένο στα τεχνολογικά και πολιτικά πρότυπα μιας παγκοσμιοποιημένης και ανατρεπτικής εποχής.
Παρά τις λυσσώδεις ιδεολογικές επιθέσεις που δέχεται, ο φιλελευθερισμός είναι κυρίαρχη αντίληψη της εποχής μας. Το γεγονός αυτό αφύπνισε τις δυνάμεις του ζόφου και της βίας, που χρόνια τώρα εκκολάπτονταν στον μεσαιωνικό αραβο-περσικό κόσμο.
Παρ' όλα αυτά, η φιλελεύθερη κουλτούρα, χωρίς να λέει πάντα το όνομά της, διαδίδεται και στηρίζεται, όπως θα έλεγε και ο αείμνηστος Μάρκος Δραγούμης, στο πρωτείο του ατόμου. Στη δυνατότητα, δηλαδή, κάθε ανθρώπου να αυτοολοκληρωθεί και να προκόψει υπό καθεστώς ελευθερίας.
Μία ελευθερία, εξάλλου, η οποία ενισχύεται σήμερα, όπως θα συνεχίσει να ενισχύεται και στο μέλλον, από τεράστια τεχνολογικά ερείσματα, ευνοϊκά προς τη δημιουργία γνώσεων μέσω της παγκοσμιοποίησης των πληροφοριών.
Προδιαγράφεται, έτσι, μία φιλελεύθερη νομοτελειακή πραγματικότητα, η οποία, σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες, κυρίως της Ευρώπης, έχει ήδη προσλάβει και σαφέστατες πολιτικές εκφράσεις ευρύτατου φάσματος.
Ωστόσο, συμβαίνει κάτι περίεργο. Το σχεδόν νομοτελειακό αυτό γεγονός, περισσότερο από τους φιλελεύθερους, έχουν συνειδητοποιήσει οι εχθροί του πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού -δηλαδή οι παλαιοκομμουνιστές, οι τζιχαντιστές, οι ακροδεξιοί, οι απογοητευμένοι του μαοϊσμού, οι σοσιαλχριστιανοί και γενικώς όλοι αυτοί που αντιδρούν σε κάθε φαινόμενο προόδου και παγίωσης ανοικτών κοινωνιών. Πολεμούν δε τον φιλελευθερισμό με τα γνωστά και δοκιμασμένα όπλα του παρελθόντος, αυτά που κατά κόρον χρησιμοποίησαν οι εχθροί των ανοικτών κοινωνιών με στόχο να τις κλείσουν. Τα όπλα αυτά είναι η μυθοπλασία, η μυθολογία των λέξεων, ο ακραίος εθνικισμός, η θρησκοληψία, η πρόκληση φόβου και η γελοία ξύλινη γλώσσα με τις κενές περιεχομένου λέξεις.
Προσφάτως δε, ήλθε να προστεθεί στο οπλοστάσιο αυτό η τυφλή βία του ισλαμοφασισμού.
Στο πλαίσιο αυτό, οι εχθροί της ελευθερίας επιδιώκουν να ενοχοποιήσουν κάθε άτομο που θέλει να σκέπτεται και να συμπεριφέρεται ελεύθερα, κατηγορώντας το ότι είναι «νεο-φιλελεύθερο», υπέρμαχο του «άγριου καπιταλισμού».
Μέσα, λοιπόν, σε αυτό το νέο περιβάλλον ιδεολογικής τρομοκρατίας και θρησκοεθνικιστικής υστερίας, οι λιγοστοί Έλληνες φιλελεύθεροι όχι μόνον έχουν χάσει τη λαλιά τους, αλλά ίσως να αισθάνονται και ενοχές για τις συντριπτικές, αλλά αιματηρές, νίκες που η δημοκρατία, η ελευθερία και η οικονομία της αγοράς πέτυχαν κατά όλων των ολοκληρωτισμών οι οποίοι ταλαιπώρησαν την ανθρωπότητα στη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Από την πλευρά της, η ελληνική κεντροδεξιά έχει αποβάλει από το λεξιλόγιό της τη λέξη «φιλελευθερισμός», τελεί υπό πλήρη ιδεολογική σύγχυση και, κάτω από την πίεση των ακροδεξιών στοιχείων τα οποία οργιάζουν στους κόλπους της, βρίσκεται σε χαρακτηριστική αδυναμία να διατυπώσει ένα συγκροτημένο πολιτικό όραμα. Αρκείται, έτσι, σε μία ανούσια περί μεταρρυθμίσεων φιλολογία που, σε μεγάλο βαθμό, δεν ξεπερνά το επίπεδο των ευχολογίων.
Ακόμα χειρότερα, είναι παγιδευμένη από την αριστερή φρασεολογία και τη λαϊκιστική κενολογία των μέσων μαζικής επικοινωνίας, τα οποία είναι σήμερα ο μεγάλος εχθρός του φιλελευθερισμού στην Ελλάδα. Έτσι, χρησιμοποιεί κατά κόρον το λεξιλόγιο των αντιπάλων της και, συνεπώς, είναι χαμένη από χέρι. Χωρίς ιδέες, χωρίς οράματα για τον 21ο αιώνα, χωρίς γνώση των κατακλυσμιαίων αλλαγών που πραγματοποιούνται με επιταχυνόμενους ρυθμούς σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής των ανεπτυγμένων χωρών, η ελληνική δεξιά αδυνατεί να δώσει μία νέα φιλελεύθερη ερμηνεία στη σημερινή πραγματικότητα και, τελικώς, αυτό ίσως να ήταν το σοβαρότερο λάθος της, ανεξαρτήτως της κρίσης.
Η ελληνική κοινωνία, όμως, στην παρακμιακή και αγκυλωμένη κατάσταση που βρίσκεται σήμερα, δεν έχει ανάγκη από άτολμους μεταρρυθμιστές ή ξεπερασμένους διαχειριστές του στρεβλού παρελθόντος της. Χρειάζεται τολμηρούς ανανεωτές, που θα μπορέσουν να την απογειώσουν και να την εκσυγχρονίσουν. Η -χωρίς ιδέες και πολιτικό λόγο- ελληνική κεντροδεξιά θα πρέπει να καταλάβει ότι το κλασικό παράδειγμα της βιομηχανικής κοινωνίας, η οποία στηριζόταν σε ένα παραγωγικό μοντέλο με υλικούς συντελεστές παραγωγής, σήμερα έχει ξεπεραστεί.
Οι αποδοτικότερες οικονομικές δραστηριότητες του σήμερα και του αύριο θα έχουν ως κεντρικό συντελεστή της οργάνωσής τους την πληροφορία, τη γνώση και την ευφυΐα. Η προστιθέμενη αξία σε πάμπολλες περιπτώσεις δεν παράγεται ούτε από τον χρόνο, ούτε από τον όγκο της εργασίας, αλλά είναι συνάρτηση των δημιουργικών ικανοτήτων του ατόμου. Η σημερινή τεχνογνωσία στηρίζεται κατά κύριο λόγο στη δημιουργική γνώση και στην υψηλή ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων και δευτερευόντως σε άλλους συντελεστές παραγωγής.
Στις σημερινές συνθήκες, η εργασία, όπως την περιέγραφαν πριν 200 χρόνια ο Άνταμ Σμιθ και ο Καρλ Μαρξ, δεν βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Στον κλάδο της πληροφορικής αντιπροσωπεύει 7% του συνολικού κόστους ενός προϊόντος και στις λοιπές βιομηχανικές δραστηριότητες δεν ξεπερνά, κατά μέσον όρο, το 20%.
Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι στη σύγχρονη φιλελεύθερη οικονομική πραγματικότητα -στην οποία, ζωτικό ρόλο παίζουν οι χρηματοοικονομικές δραστηριότητες- παρατηρείται στον ανεπτυγμένο κόσμο μία συνεχής υποχώρηση της οικονομίας της παραγωγής προς όφελος της οικονομίας της δημιουργίας. Με αποτέλεσμα, οι περισσότερες μορφές παραδοσιακής δραστηριότητας να είναι μηδενικής λειτουργικότητας. Παράλληλα, οι κοινωνικοί δεσμοί επίσης εξελίσσονται με μεγάλη ταχύτητα. Ξεφεύγουν από τις ιεραρχικές δομές και κατευθύνονται προς τη δυναμική του δικτύου.
Στο μέτρο που η οικονομία θα στηρίζεται αποκλειστικά στον νεωτερισμό, και άρα θα έχει ανάγκη από μόνιμες ανταλλαγές ιδεών και πληροφοριών μεταξύ δικτυωμένων πυρήνων εργασίας, τα επικοινωνιακά δίκτυα θα αποκτούν όλο και πιο καθοριστική σημασία. Παράλληλα, θα απαιτούν ανθρώπους ανοικτούς, πολύγλωσσους, δημιουργικούς, με έντονη την αίσθηση της ελευθερίας στις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές τους. Οι εργαζόμενοι του σήμερα και του αύριο θα πρέπει να σκέπτονται σαν επιχειρηματίες και να είναι αποφασισμένοι να αλλάξουν επάγγελμα τρεις και τέσσερις φορές στη διάρκεια της καριέρας τους. Θα πρόκειται για μία νέα κατηγορία εργαζομένων, η οποία, από πολιτικής πλευράς, θα είναι αντικειμενικά ελεύθερη.
Έτσι, είναι εκ των ων ουκ άνευ η ύπαρξη στη χώρα μας ενός νέου και φιλελεύθερου πολιτικού πνεύματος, απαλλαγμένου από ενοχές και αγκυλώσεις της τριτοκοσμικής και εθνικιστικής ιδεολογικής τρομοκρατίας. Θα πρέπει δε να θεωρείται βέβαιον ότι αυτή η προοπτική θα συναντήσει πολύ ισχυρές αντιστάσεις και λυσσώδη πόλεμο από όλους αυτούς που θέλουν την ελληνική κοινωνία μίζερη και ανελεύθερη.
Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος
ath.papandropoulos@euro2day.gr
Δημοσιεύθηκε: 28 Ιανουαρίου 2016
Η ώρα της φιλελεύθερης ανατροπής
Η Ελλάδα έχει πλέον επείγουσα ανάγκη από έναν νέο πολιτικό λόγο, προσανατολισμένο στα τεχνολογικά και πολιτικά πρότυπα μιας παγκοσμιοποιημένης και ανατρεπτικής εποχής.
Παρά τις λυσσώδεις ιδεολογικές επιθέσεις που δέχεται, ο φιλελευθερισμός είναι κυρίαρχη αντίληψη της εποχής μας. Το γεγονός αυτό αφύπνισε τις δυνάμεις του ζόφου και της βίας, που χρόνια τώρα εκκολάπτονταν στον μεσαιωνικό αραβο-περσικό κόσμο.
Παρ' όλα αυτά, η φιλελεύθερη κουλτούρα, χωρίς να λέει πάντα το όνομά της, διαδίδεται και στηρίζεται, όπως θα έλεγε και ο αείμνηστος Μάρκος Δραγούμης, στο πρωτείο του ατόμου. Στη δυνατότητα, δηλαδή, κάθε ανθρώπου να αυτοολοκληρωθεί και να προκόψει υπό καθεστώς ελευθερίας.
Μία ελευθερία, εξάλλου, η οποία ενισχύεται σήμερα, όπως θα συνεχίσει να ενισχύεται και στο μέλλον, από τεράστια τεχνολογικά ερείσματα, ευνοϊκά προς τη δημιουργία γνώσεων μέσω της παγκοσμιοποίησης των πληροφοριών.
Προδιαγράφεται, έτσι, μία φιλελεύθερη νομοτελειακή πραγματικότητα, η οποία, σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες, κυρίως της Ευρώπης, έχει ήδη προσλάβει και σαφέστατες πολιτικές εκφράσεις ευρύτατου φάσματος.
Ωστόσο, συμβαίνει κάτι περίεργο. Το σχεδόν νομοτελειακό αυτό γεγονός, περισσότερο από τους φιλελεύθερους, έχουν συνειδητοποιήσει οι εχθροί του πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού -δηλαδή οι παλαιοκομμουνιστές, οι τζιχαντιστές, οι ακροδεξιοί, οι απογοητευμένοι του μαοϊσμού, οι σοσιαλχριστιανοί και γενικώς όλοι αυτοί που αντιδρούν σε κάθε φαινόμενο προόδου και παγίωσης ανοικτών κοινωνιών. Πολεμούν δε τον φιλελευθερισμό με τα γνωστά και δοκιμασμένα όπλα του παρελθόντος, αυτά που κατά κόρον χρησιμοποίησαν οι εχθροί των ανοικτών κοινωνιών με στόχο να τις κλείσουν. Τα όπλα αυτά είναι η μυθοπλασία, η μυθολογία των λέξεων, ο ακραίος εθνικισμός, η θρησκοληψία, η πρόκληση φόβου και η γελοία ξύλινη γλώσσα με τις κενές περιεχομένου λέξεις.
Προσφάτως δε, ήλθε να προστεθεί στο οπλοστάσιο αυτό η τυφλή βία του ισλαμοφασισμού.
Στο πλαίσιο αυτό, οι εχθροί της ελευθερίας επιδιώκουν να ενοχοποιήσουν κάθε άτομο που θέλει να σκέπτεται και να συμπεριφέρεται ελεύθερα, κατηγορώντας το ότι είναι «νεο-φιλελεύθερο», υπέρμαχο του «άγριου καπιταλισμού».
Μέσα, λοιπόν, σε αυτό το νέο περιβάλλον ιδεολογικής τρομοκρατίας και θρησκοεθνικιστικής υστερίας, οι λιγοστοί Έλληνες φιλελεύθεροι όχι μόνον έχουν χάσει τη λαλιά τους, αλλά ίσως να αισθάνονται και ενοχές για τις συντριπτικές, αλλά αιματηρές, νίκες που η δημοκρατία, η ελευθερία και η οικονομία της αγοράς πέτυχαν κατά όλων των ολοκληρωτισμών οι οποίοι ταλαιπώρησαν την ανθρωπότητα στη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Από την πλευρά της, η ελληνική κεντροδεξιά έχει αποβάλει από το λεξιλόγιό της τη λέξη «φιλελευθερισμός», τελεί υπό πλήρη ιδεολογική σύγχυση και, κάτω από την πίεση των ακροδεξιών στοιχείων τα οποία οργιάζουν στους κόλπους της, βρίσκεται σε χαρακτηριστική αδυναμία να διατυπώσει ένα συγκροτημένο πολιτικό όραμα. Αρκείται, έτσι, σε μία ανούσια περί μεταρρυθμίσεων φιλολογία που, σε μεγάλο βαθμό, δεν ξεπερνά το επίπεδο των ευχολογίων.
Ακόμα χειρότερα, είναι παγιδευμένη από την αριστερή φρασεολογία και τη λαϊκιστική κενολογία των μέσων μαζικής επικοινωνίας, τα οποία είναι σήμερα ο μεγάλος εχθρός του φιλελευθερισμού στην Ελλάδα. Έτσι, χρησιμοποιεί κατά κόρον το λεξιλόγιο των αντιπάλων της και, συνεπώς, είναι χαμένη από χέρι. Χωρίς ιδέες, χωρίς οράματα για τον 21ο αιώνα, χωρίς γνώση των κατακλυσμιαίων αλλαγών που πραγματοποιούνται με επιταχυνόμενους ρυθμούς σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής των ανεπτυγμένων χωρών, η ελληνική δεξιά αδυνατεί να δώσει μία νέα φιλελεύθερη ερμηνεία στη σημερινή πραγματικότητα και, τελικώς, αυτό ίσως να ήταν το σοβαρότερο λάθος της, ανεξαρτήτως της κρίσης.
Η ελληνική κοινωνία, όμως, στην παρακμιακή και αγκυλωμένη κατάσταση που βρίσκεται σήμερα, δεν έχει ανάγκη από άτολμους μεταρρυθμιστές ή ξεπερασμένους διαχειριστές του στρεβλού παρελθόντος της. Χρειάζεται τολμηρούς ανανεωτές, που θα μπορέσουν να την απογειώσουν και να την εκσυγχρονίσουν. Η -χωρίς ιδέες και πολιτικό λόγο- ελληνική κεντροδεξιά θα πρέπει να καταλάβει ότι το κλασικό παράδειγμα της βιομηχανικής κοινωνίας, η οποία στηριζόταν σε ένα παραγωγικό μοντέλο με υλικούς συντελεστές παραγωγής, σήμερα έχει ξεπεραστεί.
Οι αποδοτικότερες οικονομικές δραστηριότητες του σήμερα και του αύριο θα έχουν ως κεντρικό συντελεστή της οργάνωσής τους την πληροφορία, τη γνώση και την ευφυΐα. Η προστιθέμενη αξία σε πάμπολλες περιπτώσεις δεν παράγεται ούτε από τον χρόνο, ούτε από τον όγκο της εργασίας, αλλά είναι συνάρτηση των δημιουργικών ικανοτήτων του ατόμου. Η σημερινή τεχνογνωσία στηρίζεται κατά κύριο λόγο στη δημιουργική γνώση και στην υψηλή ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων και δευτερευόντως σε άλλους συντελεστές παραγωγής.
Στις σημερινές συνθήκες, η εργασία, όπως την περιέγραφαν πριν 200 χρόνια ο Άνταμ Σμιθ και ο Καρλ Μαρξ, δεν βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Στον κλάδο της πληροφορικής αντιπροσωπεύει 7% του συνολικού κόστους ενός προϊόντος και στις λοιπές βιομηχανικές δραστηριότητες δεν ξεπερνά, κατά μέσον όρο, το 20%.
Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι στη σύγχρονη φιλελεύθερη οικονομική πραγματικότητα -στην οποία, ζωτικό ρόλο παίζουν οι χρηματοοικονομικές δραστηριότητες- παρατηρείται στον ανεπτυγμένο κόσμο μία συνεχής υποχώρηση της οικονομίας της παραγωγής προς όφελος της οικονομίας της δημιουργίας. Με αποτέλεσμα, οι περισσότερες μορφές παραδοσιακής δραστηριότητας να είναι μηδενικής λειτουργικότητας. Παράλληλα, οι κοινωνικοί δεσμοί επίσης εξελίσσονται με μεγάλη ταχύτητα. Ξεφεύγουν από τις ιεραρχικές δομές και κατευθύνονται προς τη δυναμική του δικτύου.
Στο μέτρο που η οικονομία θα στηρίζεται αποκλειστικά στον νεωτερισμό, και άρα θα έχει ανάγκη από μόνιμες ανταλλαγές ιδεών και πληροφοριών μεταξύ δικτυωμένων πυρήνων εργασίας, τα επικοινωνιακά δίκτυα θα αποκτούν όλο και πιο καθοριστική σημασία. Παράλληλα, θα απαιτούν ανθρώπους ανοικτούς, πολύγλωσσους, δημιουργικούς, με έντονη την αίσθηση της ελευθερίας στις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές τους. Οι εργαζόμενοι του σήμερα και του αύριο θα πρέπει να σκέπτονται σαν επιχειρηματίες και να είναι αποφασισμένοι να αλλάξουν επάγγελμα τρεις και τέσσερις φορές στη διάρκεια της καριέρας τους. Θα πρόκειται για μία νέα κατηγορία εργαζομένων, η οποία, από πολιτικής πλευράς, θα είναι αντικειμενικά ελεύθερη.
Έτσι, είναι εκ των ων ουκ άνευ η ύπαρξη στη χώρα μας ενός νέου και φιλελεύθερου πολιτικού πνεύματος, απαλλαγμένου από ενοχές και αγκυλώσεις της τριτοκοσμικής και εθνικιστικής ιδεολογικής τρομοκρατίας. Θα πρέπει δε να θεωρείται βέβαιον ότι αυτή η προοπτική θα συναντήσει πολύ ισχυρές αντιστάσεις και λυσσώδη πόλεμο από όλους αυτούς που θέλουν την ελληνική κοινωνία μίζερη και ανελεύθερη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου