ΔΕΗ: " Κερδοφόρες" αγοραπωλησίες

Συνοπτικά Οικονομικά Αποτελέσματα Ομίλου ΔΕΗ
και
ΕΤΗΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΔΕΗ

ΕΤΟΣ 2016

Τα κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA) το 2016 αυξήθηκαν κατά
€ 235,3 εκατ. σε σχέση με το 2015, με το αντίστοιχο περιθώριο EBITDA να διαμορφώνεται σε 20,2% έναντι 14,4%, κυρίως λόγω των χαμηλότερων προβλέψεων.

Τα μετά από φόρους κέρδη διαμορφώθηκαν σε € 67,5 εκατ. έναντι ζημιών € 102,5 εκατ. αντίστοιχα.

Οι πωλήσεις της ΔΕΗ το 2016 μειώθηκαν κατά 5,8%, ως αποτέλεσμα της μείωσης του μέσου μεριδίου λιανικής αγοράς της ΔΕΗ. Συγκεκριμένα, το μέσο μερίδιο αγοράς της ΔΕΗ στο σύνολο της χώρας, εκτιμώμενο βάσει GWh και όχι σε αριθμό πελατών, μειώθηκε σε 91,9% το 2016 από 96,4% το 2015. Ειδικότερα στο Διασυνδεδεμένο Σύστημα διαμορφώθηκε σε 91,1% το 2016 από 96% το 2015.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΛΑΓΗΕ, τον Φεβρουάριο του 2017 το αντίστοιχο μέσο μερίδιο αγοράς περιορίσθηκε σε 88,6% από 93,3% τον Φεβρουάριο του 2016. Σύμφωνα πάλι με τα ίδια στοιχεία, το μερίδιο αγοράς της ΔΕΗ, ανά τάση, ήταν περίπου 98,6% στην Υψηλή Τάση, 74,4% στη Μέση Τάση και 92,1% στη Χαμηλή Τάση, μεγέθη που επιβεβαιώνουν το cherry-picking από πλευράς τρίτων προμηθευτών.

Η παραγωγή και οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας της ΔΕΗ κάλυψαν το 54,5% της συνολικής ζήτησης το 2016 (51,3% στο Διασυνδεδεμένο Σύστημα), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2015 ήταν 63,4% (61,2% στο Διασυνδεδεμένο Σύστημα).

Το μερίδιο παραγωγής της ΔΕΗ ως ποσοστό του συνολικού φορτίου στο διασυνδεδεμένο σύστημα το 2016 ήταν 47,6% έναντι 55,2% το 2015.

Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στην υποκατάσταση λιγνιτικής παραγωγής από παραγωγή από φυσικό αέριο, κυρίως τρίτων και σε μικρότερο βαθμό της ΔΕΗ. Συγκεκριμένα, η λιγνιτική παραγωγή μειώθηκε κατά 23,3% (4.520 GWh), ενώ αντίθετα η παραγωγή από φυσικό αέριο τρίτων αυξήθηκε κατά 102,3% (4.057 GWh) και η παραγωγή της ΔΕΗ από φυσικό αέριο αυξήθηκε κατά 26,7% (1.179 GWh). Επιπρόσθετα, μειωμένη ήταν η υδροηλεκτρική παραγωγή και οι εισαγωγές της ΔΕΗ κατά 10,2% (548 GWh) και 37,1% (1.184 GWh), αντίστοιχα. Αντίθετα, η παραγωγή από ΑΠΕ τρίτων αυξήθηκε κατά 6,5% (610 GWh) και οι εισαγωγές τρίτων κατά 9,6% (788 GWh).

Οι προ αποσβέσεων λειτουργικές δαπάνες μειώθηκαν κατά € 713,9 εκατ. (14,5%), από € 4.907,3 εκατ. το 2015, σε € 4.193,4 εκατ., κυρίως λόγω των προαναφερόμενων χαμηλότερων προβλέψεων και δευτερευόντως λόγω του χαμηλότερου ενεργειακού κόστους.

Οι δαπάνες για υγρά καύσιμα, φυσικό αέριο, στερεά καύσιμα τρίτων, CO2 και αγορές ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκαν κατά € 342,2 εκατ. (13,7%) σε σχέση με το 2015.

Η συνολική δαπάνη μισθοδοσίας, συμπεριλαμβανομένης της μισθοδοσίας που κεφαλαιοποιείται και της μισθοδοσίας του έκτακτου προσωπικού και παρεπόμενων παροχών παρέμεινε ουσιαστικά σταθερή, σε € 976,6 εκατ. το 2016 από € 970 εκατ. το 2015, (ή € 741,3 εκατ. και € 741,6 εκατ. χωρίς εργοδοτικές εισφορές, αντίστοιχα).

Το μισθοδοτούμενο τακτικό προσωπικό αυξήθηκε κατά 546 εργαζόμενους, σε 18.902 την 31.12.2016 από 18.356 την 31.12.2015 λόγω της έναρξης υλοποίησης άκρως απαραίτητων προσλήψεων που εκκρεμούσαν επί σειρά ετών. Η μισθοδοσία του τακτικού προσωπικού διαμορφώθηκε σε € 931,3 εκατ. το 2016 έναντι € 922,6 εκατ. το 2015, (ή € 704,4 εκατ. και € 704,3 εκατ. χωρίς εργοδοτικές εισφορές, αντίστοιχα).

Το 2016, οι δαπάνες καυσίμων, CO2 και αγορών ενέργειας αντιστοιχούν στο 40,4% των συνολικών εσόδων έναντι 42,5% το 2015. Όσον αφορά την εξέλιξη των προβλέψεων, αυτές αντιστοιχούν στο 8,3% των συνολικών εσόδων από 16,6% πέρυσι. Το αντίστοιχο ποσοστό που αφορά την μισθοδοσία αυξήθηκε σε 16,8% έναντι 15,3% πέρυσι, λόγω της προαναφερθείσας πτώσης του κύκλου εργασιών.

Οι συνολικές επενδύσεις το 2016 διαμορφώθηκαν σε € 867,6 εκατ. από 753,6 εκατ. το 2015, δηλαδή αυξήθηκαν κατά € 114 εκατ. ή 15,1%, αύξηση η οποία σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε αυξημένες επενδύσεις των ορυχείων λόγω της αποζημίωσης των δικαιούχων για την απαλλοτρίωση της Ποντοκώμης.

Το καθαρό χρέος διαμορφώθηκε σε € 4.526,8 εκατ., μειωμένο κατά € 262,1 εκατ. σε σχέση με την 31.12.2015 (€ 4.788,9 εκατ.). δεδομένου ότι στη διάρκεια του 2016 αποπληρώσαμε δάνεια ύψους € 409,1 εκατ και αντλήσαμε € 180 εκατ.

Για την Μητρική Εταιρεία το καθαρό χρέος διαμορφώθηκε σε € 4.380,8 εκατ. μειωμένο κατά € 171,8 εκατ. σε σχέση με την 31.12.2015, δεδομένου ότι στη διάρκεια του 2016 αποπληρώσαμε δάνεια ύψους €382 εκατ. και αντλήσαμε €145 εκατ. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι,παρά τη μείωση του καθαρού χρέους της Μητρικής Εταιρείας, συνέπεια κυρίως της αποπληρωμής χρεωλυσίων, καταγράφηκε αύξηση του ύψους των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τρίτους κατά € 184 εκατ. συνολικά εντός του 2016, εξέλιξη που καταδεικνύει την πίεση που ασκείται στην ρευστότητα της Εταιρείας. Συγκεκριμένα, οι πάσης φύσεως συνολικές ληξιπρόθεσμες οφειλές στο τέλος του 2016 ανήλθαν σε € 759 εκατ., έναντι € 575 εκατ. στο τέλος του 2015.

Οι πωλητές και οι αγοραστές ΔΕΗ (ανα)γνωρίζουν τις υποχρεώσεις τους ;



Πωλούμενα ή όχι ορυχεία και λιγνιτικές μονάδες, οι υποχρεώσεις όχι μόνο της ΔΕΗ , αλλά και της Πολιτείας προς τη ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ παραμένουν στο ακέραιο.

Εκτός απο τα επιχειρησιακά και στρατηγικά θέματα των επικείμενων πωλήσεων παραγωγικών μονάδων της ΔΕΗ ( θέσεις εργασίας, τίμημα πώλησης, συρρίκνωση δημόσιας συμμετοχής, ενεργειακή ασφάλεια) ανακινούνται χρονίζοντα , κρίσιμα θέματα της περιφέρειας , που δεν απαντήθηκαν ούτε απο τη δημόσια ΔΕΗ , ούτε απο το ελληνικό δημόσιο.
Τα κείμενα τεκμηρίωσης που επεξεργάστηκε το ΤΕΕ συνοψίζουν όσα οι ΠΩΛΗΤΕΣ οφείλουνστηνπεριοχή καισυνεχίζουννααποτελούνβάσητωνδιεκδικήσεων για την επιβίωςή της:

- Αποκατάσταση των εκτάσεων εξόρυξης λιγνίτη 200.000 στρεμμάτων στις οποίες η ΔΕΗ αναπτύσσει δραστηριότητες: ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΙ ΠΟΡΟΙ
- Επαναπόδοση των εδαφών μετά την εξόρυξη στο δημόσιο και τους Δήμους: ΘΕΣΜΙΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Με την διάταξη Νόμου 2941/ 2001 , Άρθρο 9, Θέματα Δ.Ε.Η. Α.Ε. αφαιρέθηκε η προϊσχύουσα διάταξη που προέβλεπε μεταβίβαση στο δημόσιο και των εκτάσεων "εξόρυξης λιγνίτη" : 1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 1280/1982 (ΦΕΚ 108Α ́) αντικαθίσταται ως ακολούθως:« Άρθρο 1Αγροτικές εκτάσεις που αποκτώνται με οποιονδήποτε τρόπο από τη Δ.Ε.Η. για κατασκευή υδροηλεκτρικών έργων και παύουν να είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των σκοπών της, μεταβιβάζονται κατά κυριότητα στο Δημόσιο χωρίς αντάλλαγμα με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Δ.Ε.Η., που εγκρίνεται από τον Υπουργό Ανάπτυξης.»
- Παροχή φυσικού αερίου και εγκατάσταση δικτύων διανομής φυσικού αερίου , ως εναλλακτικού καυσίμου ΚΑΙ στη Δυτική Μακεδονία : ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΑΓΩΓΟΥ ΤΑΡ
- Ανάπτυξη ΑΠΕ - καλλιεργειών βιομάζας σε εκτάσεις εξοφληθέντων ορυχείων που δεν ευνοούν αγροτικές καλλιέργειες: ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΘΕΝΤΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ- Παραγωγική ανασυγκρότηση , ώστε η Δυτική Μακεδονία να μην μετατραπεί σε "έρημο χώρα " μετά τις αγοραπωλησίες και την εξάντληση του λιγνίτη: Σύσταση - Ενεργοποίηση Ταμείου Μετάβασης
Τα κείμενα: "Θέσεις, διαπιστώσεις και επισημάνσεις του ΤΕΕ/Τμήμα Δυτικής Μακεδονίας σχετικά με τις εξελίξεις στη ΔΕΗ και τις δεσμεύσεις/υποχρεώσεις της στη Δυτική Μακεδονία" εδώ:
http://tdm.tee.gr/wp-content/uploads/2017/03/theseis_diapistoseis_epismanseis_tee_tdm_sxetika_me_ekselikseis_dei_31_3_2017.pdf

588.000 εύελικτοι: η ανησυχητική κανονικότητα της απορρύθμισης

Η αποσύνθεση της αγοράς εργασίας: Ευελιξία και γήρανση


Η βαθμιαία αύξηση της ανεργίας σε διεθνές επίπεδο ανέδειξε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μεταξύ των άλλων, ένα θεωρητικό και πολιτικό προβληματισμό για την αντιμετώπιση της.

Στη σχετική βιβλιογραφία αυτής της περιόδου, κάτω από την επίδραση των μονεταριστικών αντιλήψεων, κέρδισαν έδαφος οι έννοιες της « απελευθέρωσης» και της « ευελιξίας» της αγοράς εργασίας και γενικότερα της οικονομίας.

Θεμελιακό υπόβαθρο αυτών των εννοιών αποτέλεσε η νεοφιλελεύθερη αντίληψη, ότι το πρόβλημα της ανεργίας και η προοπτική της αύξησης της, λόγω και των επενδύσεων εντάσεως τεχνολογίας, ρομποτικής και αυτοματισμού, δεν θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί παρά μόνο με την ευελιξία της αγοράς εργασίας, αρχής γενομένης από την μείωση των μισθών, ως βασικό μέσο μείωσης του κόστους εργασίας και αύξησης των προσλήψεων σε περισσότερες ευέλικτες θέσεις εργασίας. Από την άποψη αυτή, η επέκταση της ευελιξίας θεωρήθηκε, εκ του αποτελέσματος βέβαια εσφαλμένη, και ως ανάχωμα των απολύσεων.

Όμως, η θεωρητική αυτή αντίληψη υλοποιήθηκε, με ιδιαίτερη ένταση, τα τελευταία τριάντα χρόνια σε διεθνές επίπεδο, με την άσκηση των πολιτικών ευελιξίας και αποδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία τριάντα χρόνια οι πολιτικές ευελιξίας σε διεθνή κλίμακα εφαρμόστηκαν με συγκεκριμένα μέτρα όπως: 
α) Η ευελιξία στους μισθούς, προκειμένου να μειωθεί το κόστος εργασίας, 
β) Η ευελιξία της εργολαβίας με την οποία μειώνεται το επίπεδο των μισθών και εντείνεται η ανισότητα στα εισοδήματα, 
γ) Η ευελιξία της απασχόλησης με την κυριαρχία των μορφών της μερικής απασχόλησης, της εκ περιτροπής εργασίας και της ολιγόωρης απασχόλησης μετά
από τηλεφωνική κλήση, 
δ) Η ευελιξία της κοινωνικής ασφάλισης με την ανασφάλιστη ή την μερικώς ασφαλισμένη απασχόληση, 
ε) Η ευελιξία της ασφάλειας της απασχόλησης, προκειμένου ο τεχνολογιός εκσυγχρονισμός των επιχειρήσεων να μη δυσχεραίνεται από περιορισμούς στις απολύσεις, 
στ) Η ευελιξία του χρόνου εργασίας, με την διακεκομμένη απασχόληση στην διάρκεια της ημέρας, 
ζ) Η ευελιξία στα επιδόματα ανεργίας και στις άλλες κατηγορίες κοινωνικών παροχών, προκειμένου να μειωθεί το μη μισθολογικό τμήμα του εισοδήματος.


Στο πλαίσιο αυτό, στις ΗΠΑ, στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις άλλες χώρες της διεθνούς οικονομίας, η σημερινή δυσμενής και ευέλικτη πραγματικότητα της αγοράς εργασίας, αναδεικνύει στην πράξη ότι η γενικευμένη εφαρμογή όλων των κατηγοριών ευελιξίας, αποτελεί την ανησυχητική κανονικότητα του απορρυθμισμένου μοντέλου των εργασιακών σχέσεων, αντίστοιχη με αυτή της παγκοσμιοποίησης και των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της.

Ταυτόχρονα, η γενικευμένη ευελιξία σε συνδυασμό με τη σταδιακή συρρίκνωση του κράτους-πρόνοιας και την διατήρηση του υψηλού επιπέδου της ανεργίας κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια, μεγιστοποίησε την ανασφάλεια των πολιτών και προσέδωσε επιπλέον φοβικά χαρακτηριστικά στην λειτουργία της αγοράς εργασίας. 

Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα σήμερα οι ασκούμενες πολιτικές των Μνημονίων επιτάχυναν την διεύρυνση της ευελιξίας σε όλες τις κατηγορίες της και ενθάρρυναν την εργοδοτική παραβατικότητα, σε βαθμό που να αποτελούν, μεταξύ άλλων, ιδιαίτερα και ανησυχητικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας.

Πράγματι, η συνολική απασχόληση (Δεκέμβριος 2016) ανήλθε σε 3.6 εκατομ. άτομα, η στατιστική ανεργία βρίσκεται στο επίπεδο του 23%, η μακροχρόνια ανεργία βρίσκεται στο επίπεδο του 70% και σε συνδυασμό με τον περιορισμένο αριθμό των δικαιούχων επιδόματος ανεργίας ( ένας στους δέκα ανέργους), συμβάλλει σταθερά στο υψηλό επίπεδο φτωχοποίησης του πληθυσμού(4 εκατομ.άτομα ). Ταυτόχρονα, η μερική απασχόληση και η εκ περιτροπής εργασία ανέρχεται σε 588.000 άτομα (29% του συνόλου των μισθωτών).

Κατά την περίοδο Μαϊος 2015-Μαϊος 2016 η μερική και η εκ περιτροπής απασχόληση αυξήθηκε κατά 11%, ενώ κατά την περίοδο Μαϊος 2012-Μαϊος 2016 αυξήθηκε κατά 86,5%, συνοδευόμενη από τη σταδιακή μείωση των μισθών, δεδομένου ότι από 586 ευρώ(2012) μεικτά συρρικνώθηκε στα 394(2016) ευρώ μεικτά.

Παράλληλα, οι περισσότερες από τις νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης (τρείς στις τέσσερις θέσεις ), σε αντίθεση με τις θέσεις πλήρους απασχόλησης( μία στις τέσσερις θέσεις).
Επίσης, η ανασφάλιστη εργασία αφορά τουλάχιστον ένα στους πέντε εργαζόμενους (400.000 άτομα περίπου), 300.000 εργαζόμενοι ενώ στην πραγματικότητα απασχολούνται ως μισθωτοί στην πράξη απασχολούνται ως αυτοαπασχολούμενοι αναλαμβάνοντας εξ’ ολοκλήρου την υποχρέωση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών, 200.000 άτομα ενώ εργάζονται οκτώ ώρες την ημέρα στην πράξη καταχωρούνται ως μερικά απασχολούμενοι,900.000 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα ενώ εργάζονται καθημερινά και κανονικά η καταβολή του μισθού τους γίνεται με καθυστέρηση από ένα μέχρι δεκαπέντε μήνες και το 38% των εργαζομένων έχουν αποδοχές χαμηλότερες από τον κατώτατο μισθό.

Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά αυτά τα δυσμενή δεδομένα της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, οι δανειστές και ιδιαίτερα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), με την σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), θεωρούν ότι τα κράτη-μέλη που βρίσκονται σε Μνημόνια δεν μπορούν να επικαλούνται το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο.

Έτσι, ασκούν σοβαρές πιέσεις, στα πλαίσια της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου Μνημονίου, επιδιώκοντας την υλοποίηση τόσο της στρατηγικής της περαιτέρω αποδιάρθρωσης (αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων από 5% στο 10%, μη επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, επαναφορά του lockout (ανταπεργία), ουσιαστική απαξίωση του συνδικαλιστικού νόμου, κ.λ.π.), όσο και της νομιμοποίησηςτης σημερινής αποσύνθεσης της αγοράς εργασίας.

Όμως και τα δημογραφικά δεδομένα του πληθυσμού, του εργατικού δυναμικού και της απασχόλησης, σε συνδυασμό με την μετανάστευση 450.000 εξειδικευμένων ελλήνων παραγωγικής ηλικίας (στην πλειοψηφία τους κάτω των 45 ετών) στο εξωτερικό, αποτελούν εξ’ίσου δυσμενή χαρακτηριστικά της οικονομίας και της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα. Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι από την διεθνή έρευνα προκύπτει ότι η μεταβολή στην κατά ηλικία διάρθρωση του πληθυσμού των ανεπτυγμένων χωρών (συμπεριλαμβανομένου της Ιαπωνίας και της Αυστραλίας), θα προκαλέσει, κατά τα επόμενα χρόνια, μείωση του ΑΕΠ αυτών των χωρών κατά 1,5%- 2%.

Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη αυτή η παρατηρούμενη μείωση της παραγωγικότητας θα συνεπικουρηθεί και από την ραγδαία αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Έτσι, στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι ο πληθυσμός από 11.045 εκατομ. το 2014, θα μειωθεί την δεκαετία του 2020 στα 10 εκατομ. και ο δείκτης εξάρτησης θα αυξηθεί από 31,2% το 2014 σε 41,6% το 2030, δηλαδή θα αυξηθεί κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες σε 15 έτη, όταν το ίδιο επίπεδο αύξησης σημειώθηκε κατά την περίοδο 1980-2014, δηλαδή από 21,9% το 1980 σε 31,2% το 2014. Αντίστοιχα, ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας θα μειωθεί από τα 7.2 εκατομ. το 2014 σε 6.1 εκατομ. το 2030 και σε 4.6 εκατομ. το 2060. Το 2060 εκτιμάται ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας θα είναι 8.6 εκατομ.

Αντίστοιχα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των δανειστών, ο πληθυσμός των εργαζομένων στην Ελλάδα από 3.5 εκατομ. το 2015 θα είναι 4.1 εκατομ. το 2030 και 3.4 εκατομ. το 2060, μην έχοντας υπολογίσει στις ποσοτικές προσεγγίσεις τους, ότι το 2030 το 50% και το 2060 το 70%-75% των εργαζομένων θα απασχολούνται σε ευέλικτες μορφές εργασίας. Παράλληλα, τα άτομα ηλικίας 50-64 ετών θα αυξηθούν ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού, από 42% το 2014 σε 63,5% το 2030 και σε 78% το 2060, ενώ τα άτομα ηλικίας 20-49 ετών ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού από 50% το 2014, θα μειωθεί στο 31,5% το 2030 και στο 19% το 2060.

Συμπερασματικά, όπως εξάλλου προκύπτει και από την ανάλυση των στοιχείων του πληθυσμού, της αγοράς εργασίας και της ηλικιακής διάρθρωσης της απασχόλησης, αναμένεται τόσο κατά την επόμενη δεκαετία, όσο και στο απώτερο μέλλον, να ασκηθούν αντικειμενικά από την εξέλιξη των δεδομένων, σοβαρές πιέσεις στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, στην αγορά εργασίας και στην αναπτυξιακή διαδικασία, λόγω και της συνδυαστικής επίδρασης της γήρανσης του πληθυσμού, της μείωσης του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας και των ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Σημειώνεται ότι οι πιέσεις αυτές θα μπορούσαν να απορροφηθούν μόνο στην περίπτωση ενός μακροχρόνιου σχεδιασμού και της υλοποίησης μιας ολοκληρωμένης δημογραφικής πολιτικής.    

Σάββας Γ.Ρομπόλης, Ομότ.Καθ.Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειος Γ.Μπέτσης, Υποψ.Διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου

ΔΕΗ: Η πλήρης σύγχυση


Η χαμένη ευκαιρία της Μικρής ΔΕΗ

Ας κάνουμε ένα αιρετικό σενάριο εργασίας. Ας δεχθούμε ότι το 2002, η ΔΕΗ Α.Ε. προχωρούσε από θέση ισχύος και με δική της πρωτοβουλία στη δημιουργία της μικρής ΔΕΗ. Αξιολογώντας ως όφειλε τις επερχόμενες ενεργειακές εξελίξεις, συμπεριφερόμενη ως μια πραγματικά μεγάλη, εξωστρεφής Επιχείρηση. Ας δεχθούμε ότι ο όμιλος Μικρούλη αγόραζε το πακέτο της μικρής ΔΕΗ καταβάλλοντας 2,1 δις ευρώ, χρηματοδοτώντας  τη διεθνή επέκταση της μεγάλης ΔΕΗ στα πρότυπα  του μοντέλου της ιταλικής  Enel.
Μπαίνοντας ο όμιλος Μικρούλη σε έναν λιγνιτικό σταθμό της ΔΕΗ στην περιοχή μας, θα προχωρούσε άμεσα σε αναδιάρθρωση της επιχειρησιακής διαδικασίας. Θα είχε έννομο συμφέρον να μειώσει τις παραγωγικές αναποτελεσματικότητες, να θέσει νέα οργανογράμματα, αναδιανέμοντας ευθύνες και υποχρεώσεις. Είναι αλήθεια ότι κάποιοι εργαζόμενοι, κάθε βαθμίδας, θα ξεβολεύονταν. Αυξήσεις μισθών για τα στελέχη «πυρήνες», μειώσεις για τους εργαζόμενους χωρίς κρίσιμο αντικείμενο. Συμπίεση του μισθολογικού κόστους σε ποσοστό 20-25%. Αυτό δείχνει η διεθνής εμπειρία.
Μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα, το 2003 ενδεχομένως, ο όμιλος Μικρούλη θα έβγαινε στην εγχώρια αγορά ηλεκτρισμού προσφέροντας ανταγωνιστικά τιμολόγια μειωμένα κατά 8-12% προκειμένου να προσελκύσει πελάτες. Προφανώς, θα ακολουθούσε η μεγάλη και δυσκίνητη ΔΕΗ. Ανταγωνισμός πάνω στα δίκτυα και όχι για τα δίκτυα. Ουδείς θα τολμούσε να χρησιμοποιήσει τη μικρή ή τη μεγάλη ΔΕΗ ως φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς ή να τις εντάξει σε  ανοησίες  τύπου SWAPS και ΝΟΜΕ.  Τόσο η μεγάλη όσο και μικρή ΔΕΗ δεν θα είχαν σήμερα πάρε-δώσε με την Τρόικα. Σίγουρα όμως, η σημερινή ΔΕΗ δεν θα είχε καταντήσει όπως τα παγκάρια της Εκκλησίας όπου ο κάθε πιστός καταθέτει τον οβολό του κατά το δοκούν.
Στη συνέχεια, ο ανταγωνισμός θα έστρεφε  νομοτελειακά  και τη μικρή και τη μεγάλη ΔΕΗ  σε νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές. Θα έβλεπαν για παράδειγμα  σοβαρά την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας μεγάλης κλίμακας, τη μικτή καύση λιγνίτη και βιομάζας με καθαρά επιχειρηματικούς όρους. Θα αποζητούσαν διακαώς την έλευση του φυσικού αερίου στη Δυτική Μακεδονία και τις δυνατότητες συνέργιας με τον τοπικό λιγνίτη. Θα ενδιαφερόταν σοβαρά για την μεσοπρόθεσμη προοπτική έξω-ηλεκτρικής αξιοποίησης του λιγνίτη, την αύξηση ευελιξίας των λιγνιτικών μονάδων και την τεχνολογία του ξηρού λιγνίτη, την προοπτική αποκεντρωμένων συστημάτων τηλεθέρμανσης, θα στήριζαν τις ενεργειακές πλατφόρμες P2P και γενικά, θα είχαν κίνητρο και συμφέρον  για όλα τα σύγχρονα και αναδυόμενα τεχνολογικά εργαλεία και πρακτικές. Σε κάθε περίπτωση, η Δυτική Μακεδονία θα είχε μια πρώτης τάξεως  ευκαιρία  γενικευμένης παραγωγικής ανασυγκρότησης μεγάλης κλίμακας.
Ευτυχώς, τα αποφύγαμε όλα αυτά και φθάσαμε στον Απρίλιο  του 2004  με την    Ευρωπαϊκή Επιτροπή να  απευθύνει την πρώτη προειδοποίηση για το μονοπώλιο της ΔΕΗ στους λιγνίτες. Μετά από τέσσερα χρόνια «σκληρής μάχης», στις 5 Μαρτίου του 2008 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού καταδικάζει την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 86 της συνθήκης Ε.Κ. και απαιτεί τη διάθεση του 40% της αγοράς λιγνίτη σε ιδιώτες. Ένα χρόνο μετά, η τότε κυβέρνηση της Ν.Δ. καταλήγει σε συμφωνία με τις Βρυξέλλες προτείνοντας διαγωνισμό τεσσάρων λιγνιτικών κοιτασμάτων  χωρίς τη συμμετοχή της ΔΕΗ.
Ναι, σωστά μαντέψατε και η  συμφωνία αυτή αθετήθηκε, δεδομένου ότι η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και συγκεκριμένα η τότε υπουργός Τίνα Μπιρμπίλη ανακοινώνει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή  ότι για περιβαλλοντικούς λόγους δεν θα ανοίξουν νέα ορυχεία λιγνίτη. Ξεκινά στη συνέχεια ο διάλογος  για τις περιβόητες  ανταλλαγές (swaps) λιγνιτικής ενέργειας μεταξύ ΔΕΗ και τρίτων παραγωγών. Και πάλι σωστά μαντέψατε, πήγαν και αυτές άπατες.  Φθάσαμε έτσι  στο 2014 και το εγχείρημα  της μικρής ΔΕΗ  αποτέλεσε μνημονιακή πλέον  υποχρέωση.
Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η επιλογή του μοντέλου της «Μικρής ΔΕΗ» προέκυψε επιτακτικά, δεδομένου ότι  επειδή η ΔΕΗ είναι Ανώνυμη Εταιρεία, εισηγμένη στα Χρηματιστήρια  και εξυπηρετεί ως οφείλει κάθε Ανώνυμη Εταιρεία τα ιδιωτικά  συμφέροντα των μετόχων της, δεν μπορεί να έχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά και προνομιακή πρόσβαση στους ενεργειακούς πόρους. Αυτή είναι η θέση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και των δανειστών, με την οποία συμφωνήσαμε στα Μνημόνια.
Το 2014, ο αντίλογος απέναντι στη δημιουργία της μικρής ΔΕΗ ήταν γνωστός. Η μικρή ΔΕΗ θα οδηγούσε σε σταδιακή απαξίωση του εγχώριου λιγνίτη και σε αύξηση των εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας. Θα φθάναμε στο σημείο μάλιστα να μένουν απλήρωτοι οι εργολάβοι και οι εργαζόμενοι, με ορατό τον κίνδυνο κατάρρευσης της ΔΕΗ, ενώ οι «αεριτζήδες ιδιώτες» θα πανηγύριζαν.
Ευτυχώς, τα αποφύγαμε όλα αυτά. Η αποτελεσματική κρατική παρέμβαση, η παροιμιώδης διορατικότητα της ΔΕΗ και ο συνδικαλιστικός ακτιβισμός, θωράκισαν σε μεγάλο βαθμό τη λιγνιτική παραγωγή. Οι εργολάβοι πληρώνονται κανονικά, οι εργαζόμενοι δεν ανησυχούν, ο λιγνίτης παραμένει κυρίαρχος, ενώ η Μια και Μοναδική ΔΕΗ ατενίζει με σιγουριά το Μέλλον της.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ερχόμενη  στην εξουσία η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, καταργεί το νομοσχέδιο της μικρής ΔΕΗ και προχωρά πανηγυρικά  στη διαδικασία των ΝΟΜΕ. Τι είναι τα ΝΟΜΕ θα ρωτήσουν οι περισσότεροι. Επιγραμματικά, τα ΝΟΜΕ είναι η χαρά του αεριτζή ιδιώτη. Η ΔΕΗ παράγει ηλεκτρική ενέργεια, την οποία αγοράζουν ιδιώτες στο κόστος, χωρίς να ρισκάρουν το παραμικρό, προκαταβάλλοντας  αρχικά το 1% της αξίας της, διοχετεύοντας την και σε εξαγωγές, αποκομίζοντας κέρδη σε βάρος της ΔΕΗ. Με όρους ενεργειακής οικονομίας, μπροστά στο έγκλημα των ΝΟΜΕ, η πώληση μονάδων φαντάζει απλό πταίσμα.
Τα ΝΟΜΕ όμως έχουν ένα ισχυρό επικοινωνιακό  πλεονέκτημα. Δεν περιέχουν τον όρο «πώληση μονάδων» ή τα παράγωγά του. Μπορεί να «στραγγίζουν» τη ΔΕΗ, αλλά δεν πυροδοτούν μαζικές αντιδράσεις, δεν ηχούν άσχημα στο αριστερό ακροατήριο. Respect!. Βεβαίως,  μαντέψατε και πάλι σωστά, τα ΝΟΜΕ  είναι ενδιάμεσο μέτρο, θα τελειώσουν το αργότερο το 2019 και πρέπει να βρούμε και πάλι μια άλλη, μόνιμη  λύση.  Αλλά όπως λένε στους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, «ποιος ζει ποιος πεθαίνει μέχρι το 2019!».
Με τούτα και με κείνα, φάγαμε 15 χρόνια κυνηγώντας την ουρά μας, απαξιώνοντας ανεπανόρθωτα  μια πραγματικά μεγάλη Επιχείρηση, εκμηδενίζοντας τις προοπτικές για την περιοχή μας και φθάσαμε σήμερα  εκεί που ξεκινήσαμε το 2002. Το έχω ήδη ξαναγράψει. Χειριστήκαμε την απελευθέρωση της ενεργειακής αγοράς όπως ο Κολόμβος το ταξίδι για την Αμερική. Όταν ξεκίνησε, δεν ήξερε που πήγαινε. Όταν έφθασε δεν ήξερε που βρισκόταν
Ευάγγελος Καρλόπουλος
Χημικός Μηχανικός, MSc