Η αποσύνθεση της αγοράς εργασίας: Ευελιξία και γήρανση
Η βαθμιαία αύξηση της ανεργίας σε διεθνές επίπεδο ανέδειξε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μεταξύ των άλλων, ένα θεωρητικό και πολιτικό προβληματισμό για την αντιμετώπιση της.
Στη σχετική βιβλιογραφία αυτής της περιόδου, κάτω από την επίδραση των μονεταριστικών αντιλήψεων, κέρδισαν έδαφος οι έννοιες της « απελευθέρωσης» και της « ευελιξίας» της αγοράς εργασίας και γενικότερα της οικονομίας.
Θεμελιακό υπόβαθρο αυτών των εννοιών αποτέλεσε η νεοφιλελεύθερη αντίληψη, ότι το πρόβλημα της ανεργίας και η προοπτική της αύξησης της, λόγω και των επενδύσεων εντάσεως τεχνολογίας, ρομποτικής και αυτοματισμού, δεν θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί παρά μόνο με την ευελιξία της αγοράς εργασίας, αρχής γενομένης από την μείωση των μισθών, ως βασικό μέσο μείωσης του κόστους εργασίας και αύξησης των προσλήψεων σε περισσότερες ευέλικτες θέσεις εργασίας. Από την άποψη αυτή, η επέκταση της ευελιξίας θεωρήθηκε, εκ του αποτελέσματος βέβαια εσφαλμένη, και ως ανάχωμα των απολύσεων.
Όμως, η θεωρητική αυτή αντίληψη υλοποιήθηκε, με ιδιαίτερη ένταση, τα τελευταία τριάντα χρόνια σε διεθνές επίπεδο, με την άσκηση των πολιτικών ευελιξίας και αποδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία τριάντα χρόνια οι πολιτικές ευελιξίας σε διεθνή κλίμακα εφαρμόστηκαν με συγκεκριμένα μέτρα όπως:
α) Η ευελιξία στους μισθούς, προκειμένου να μειωθεί το κόστος εργασίας,
β) Η ευελιξία της εργολαβίας με την οποία μειώνεται το επίπεδο των μισθών και εντείνεται η ανισότητα στα εισοδήματα,
γ) Η ευελιξία της απασχόλησης με την κυριαρχία των μορφών της μερικής απασχόλησης, της εκ περιτροπής εργασίας και της ολιγόωρης απασχόλησης μετά
από τηλεφωνική κλήση,
δ) Η ευελιξία της κοινωνικής ασφάλισης με την ανασφάλιστη ή την μερικώς ασφαλισμένη απασχόληση,
ε) Η ευελιξία της ασφάλειας της απασχόλησης, προκειμένου ο τεχνολογιός εκσυγχρονισμός των επιχειρήσεων να μη δυσχεραίνεται από περιορισμούς στις απολύσεις,
στ) Η ευελιξία του χρόνου εργασίας, με την διακεκομμένη απασχόληση στην διάρκεια της ημέρας,
ζ) Η ευελιξία στα επιδόματα ανεργίας και στις άλλες κατηγορίες κοινωνικών παροχών, προκειμένου να μειωθεί το μη μισθολογικό τμήμα του εισοδήματος.
Στο πλαίσιο αυτό, στις ΗΠΑ, στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις άλλες χώρες της διεθνούς οικονομίας, η σημερινή δυσμενής και ευέλικτη πραγματικότητα της αγοράς εργασίας, αναδεικνύει στην πράξη ότι η γενικευμένη εφαρμογή όλων των κατηγοριών ευελιξίας, αποτελεί την ανησυχητική κανονικότητα του απορρυθμισμένου μοντέλου των εργασιακών σχέσεων, αντίστοιχη με αυτή της παγκοσμιοποίησης και των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της.
Ταυτόχρονα, η γενικευμένη ευελιξία σε συνδυασμό με τη σταδιακή συρρίκνωση του κράτους-πρόνοιας και την διατήρηση του υψηλού επιπέδου της ανεργίας κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια, μεγιστοποίησε την ανασφάλεια των πολιτών και προσέδωσε επιπλέον φοβικά χαρακτηριστικά στην λειτουργία της αγοράς εργασίας.
Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα σήμερα οι ασκούμενες πολιτικές των Μνημονίων επιτάχυναν την διεύρυνση της ευελιξίας σε όλες τις κατηγορίες της και ενθάρρυναν την εργοδοτική παραβατικότητα, σε βαθμό που να αποτελούν, μεταξύ άλλων, ιδιαίτερα και ανησυχητικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας.
Πράγματι, η συνολική απασχόληση (Δεκέμβριος 2016) ανήλθε σε 3.6 εκατομ. άτομα, η στατιστική ανεργία βρίσκεται στο επίπεδο του 23%, η μακροχρόνια ανεργία βρίσκεται στο επίπεδο του 70% και σε συνδυασμό με τον περιορισμένο αριθμό των δικαιούχων επιδόματος ανεργίας ( ένας στους δέκα ανέργους), συμβάλλει σταθερά στο υψηλό επίπεδο φτωχοποίησης του πληθυσμού(4 εκατομ.άτομα ). Ταυτόχρονα, η μερική απασχόληση και η εκ περιτροπής εργασία ανέρχεται σε 588.000 άτομα (29% του συνόλου των μισθωτών).
Κατά την περίοδο Μαϊος 2015-Μαϊος 2016 η μερική και η εκ περιτροπής απασχόληση αυξήθηκε κατά 11%, ενώ κατά την περίοδο Μαϊος 2012-Μαϊος 2016 αυξήθηκε κατά 86,5%, συνοδευόμενη από τη σταδιακή μείωση των μισθών, δεδομένου ότι από 586 ευρώ(2012) μεικτά συρρικνώθηκε στα 394(2016) ευρώ μεικτά.
Παράλληλα, οι περισσότερες από τις νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης (τρείς στις τέσσερις θέσεις ), σε αντίθεση με τις θέσεις πλήρους απασχόλησης( μία στις τέσσερις θέσεις).
Επίσης, η ανασφάλιστη εργασία αφορά τουλάχιστον ένα στους πέντε εργαζόμενους (400.000 άτομα περίπου), 300.000 εργαζόμενοι ενώ στην πραγματικότητα απασχολούνται ως μισθωτοί στην πράξη απασχολούνται ως αυτοαπασχολούμενοι αναλαμβάνοντας εξ’ ολοκλήρου την υποχρέωση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών, 200.000 άτομα ενώ εργάζονται οκτώ ώρες την ημέρα στην πράξη καταχωρούνται ως μερικά απασχολούμενοι,900.000 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα ενώ εργάζονται καθημερινά και κανονικά η καταβολή του μισθού τους γίνεται με καθυστέρηση από ένα μέχρι δεκαπέντε μήνες και το 38% των εργαζομένων έχουν αποδοχές χαμηλότερες από τον κατώτατο μισθό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά αυτά τα δυσμενή δεδομένα της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, οι δανειστές και ιδιαίτερα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), με την σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), θεωρούν ότι τα κράτη-μέλη που βρίσκονται σε Μνημόνια δεν μπορούν να επικαλούνται το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο.
Έτσι, ασκούν σοβαρές πιέσεις, στα πλαίσια της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου Μνημονίου, επιδιώκοντας την υλοποίηση τόσο της στρατηγικής της περαιτέρω αποδιάρθρωσης (αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων από 5% στο 10%, μη επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, επαναφορά του lockout (ανταπεργία), ουσιαστική απαξίωση του συνδικαλιστικού νόμου, κ.λ.π.), όσο και της νομιμοποίησηςτης σημερινής αποσύνθεσης της αγοράς εργασίας.
Όμως και τα δημογραφικά δεδομένα του πληθυσμού, του εργατικού δυναμικού και της απασχόλησης, σε συνδυασμό με την μετανάστευση 450.000 εξειδικευμένων ελλήνων παραγωγικής ηλικίας (στην πλειοψηφία τους κάτω των 45 ετών) στο εξωτερικό, αποτελούν εξ’ίσου δυσμενή χαρακτηριστικά της οικονομίας και της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα. Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι από την διεθνή έρευνα προκύπτει ότι η μεταβολή στην κατά ηλικία διάρθρωση του πληθυσμού των ανεπτυγμένων χωρών (συμπεριλαμβανομένου της Ιαπωνίας και της Αυστραλίας), θα προκαλέσει, κατά τα επόμενα χρόνια, μείωση του ΑΕΠ αυτών των χωρών κατά 1,5%- 2%.
Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη αυτή η παρατηρούμενη μείωση της παραγωγικότητας θα συνεπικουρηθεί και από την ραγδαία αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Έτσι, στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι ο πληθυσμός από 11.045 εκατομ. το 2014, θα μειωθεί την δεκαετία του 2020 στα 10 εκατομ. και ο δείκτης εξάρτησης θα αυξηθεί από 31,2% το 2014 σε 41,6% το 2030, δηλαδή θα αυξηθεί κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες σε 15 έτη, όταν το ίδιο επίπεδο αύξησης σημειώθηκε κατά την περίοδο 1980-2014, δηλαδή από 21,9% το 1980 σε 31,2% το 2014. Αντίστοιχα, ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας θα μειωθεί από τα 7.2 εκατομ. το 2014 σε 6.1 εκατομ. το 2030 και σε 4.6 εκατομ. το 2060. Το 2060 εκτιμάται ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας θα είναι 8.6 εκατομ.
Αντίστοιχα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των δανειστών, ο πληθυσμός των εργαζομένων στην Ελλάδα από 3.5 εκατομ. το 2015 θα είναι 4.1 εκατομ. το 2030 και 3.4 εκατομ. το 2060, μην έχοντας υπολογίσει στις ποσοτικές προσεγγίσεις τους, ότι το 2030 το 50% και το 2060 το 70%-75% των εργαζομένων θα απασχολούνται σε ευέλικτες μορφές εργασίας. Παράλληλα, τα άτομα ηλικίας 50-64 ετών θα αυξηθούν ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού, από 42% το 2014 σε 63,5% το 2030 και σε 78% το 2060, ενώ τα άτομα ηλικίας 20-49 ετών ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού από 50% το 2014, θα μειωθεί στο 31,5% το 2030 και στο 19% το 2060.
Συμπερασματικά, όπως εξάλλου προκύπτει και από την ανάλυση των στοιχείων του πληθυσμού, της αγοράς εργασίας και της ηλικιακής διάρθρωσης της απασχόλησης, αναμένεται τόσο κατά την επόμενη δεκαετία, όσο και στο απώτερο μέλλον, να ασκηθούν αντικειμενικά από την εξέλιξη των δεδομένων, σοβαρές πιέσεις στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, στην αγορά εργασίας και στην αναπτυξιακή διαδικασία, λόγω και της συνδυαστικής επίδρασης της γήρανσης του πληθυσμού, της μείωσης του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας και των ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Σημειώνεται ότι οι πιέσεις αυτές θα μπορούσαν να απορροφηθούν μόνο στην περίπτωση ενός μακροχρόνιου σχεδιασμού και της υλοποίησης μιας ολοκληρωμένης δημογραφικής πολιτικής.
Σάββας Γ.Ρομπόλης, Ομότ.Καθ.Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειος Γ.Μπέτσης, Υποψ.Διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου