Κιδησο: πέρα από το καλαμπούρι



Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών: πέρα από το… καλαμπούρι

Του Γιώργου Σπυριδάκη

19 Ιαν. 2015

Η ίδρυση ενός πολιτικού σχηματισμού ουδέποτε αποτέλεσε μονοσήμαντο γεγονός. Ποτέ μια πολιτική πρωτοβουλία τέτοιου μεγέθους, ακόμη και αν δεν μιλάμε πια για το κυβερνήσιμο ΠΑΣΟΚ, δε λαμβάνεται για να εξυπηρετηθούν αποκλειστικά μονοδιάστατοι στόχοι και μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Οι αφετηρίες μπορεί να είναι και ιδιοτελείς. Αλλά όχι μόνον τέτοιες. Η ερμηνεία που εμφανίζει τον Γιώργο Παπανδρέου να προχωρά στην ίδρυση αυτού του κόμματος κινούμενος σε μια παρόμοια λογική χωλαίνουν. Ωστόσο, ακόμη και όταν δεν δίνει έμφαση σε καθαρά μικροπολιτικά ή ιδιοτελή κριτήρια, καμία επιμέρους ανάλυση δεν καταφέρνει να αιτιολογήσει την ξαφνική εμφάνιση ενός κομματικού σχηματισμού. Ας βάλουμε τα κομμάτια του παζλ μαζί συνδυάζοντας συμπληρωματικές μεταξύ τους ερμηνείες.


Οι μέχρι σήμερα αναλύσεις αναφέρονται στα στενά υλικά συμφέροντα, τα μικροπολιτικά κριτήρια, τη διεκδίκηση της "οικογενειακής πολιτικής κληρονομιάς", την υπεράσπιση της πολιτικής τιμής μιας ιστορικής πολιτικής οικογένειας, την προσπάθεια να υψωθεί ανάχωμα σε μια ευρεία νίκη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ή/και να ανεβεί ο πήχης της αυτοδυναμίας για το σχηματισμό κυβέρνησης μέσω της εισόδου περισσότερων κομμάτων στη βουλή. Είναι περισσότερο από προφανής η προσπάθεια του νεοπαγούς παπανδρεϊκού κόμματος να περιορίσει το δημοσκοπικό και πραγματικό προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως άλλωστε θα έκανε κάθε συστημικός πολιτικός σχηματισμός που σέβεται τον εαυτό του. Αρκεί όμως για να εξηγήσει την εμφάνιση του "Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών" όταν ελλοχεύει ο κίνδυνος να αφήσει το αποδυναμωμένο εκλογικά ΠΑΣΟΚ έξω από το νέο Κοινοβούλιο; Η απάντηση που δίνεται σ' αυτό το άρθρο είναι αρνητική στηριζόμενη στην υπόθεση ότι η  χρησιμότητά και η αποστολή του νεοπαγούς κόμματος δεν εξαντλείται στην προεκλογική περίοδο.

Οι αποσπασματικές ερμηνείες και αναγνώσεις που διατυπώθηκαν παραπάνω, διακριτές μεταξύ τους, προσφέρονται σαν μέσα διεκδίκησης μιας πολιτικής ηγεμονίας στο χώρο του κέντρου. Όταν, δε, συγκλίνουν οι ατομικές / ομαδικές επιδιώξεις μικρών αλλά επιδέξιων πολιτικών ομάδων με ευρύτερες επιδιώξεις φορέων πραγματικής εξουσίας, τότε τα κόμματα που δημιουργούνται έχουν μονιμότερα χαρακτηριστικά και γίνεται ευκολότερη η εξασφάλιση ισχυρότερης υποστήριξης σε μια σειρά πολιτικών ενεργειών και πρωτοβουλιών. Βασικό επιχείρημα στην υπόθεση που διατυπώνεται είναι η παρατήρηση ότι η αμερικανική πολιτική ηγεμονία στην Ελλάδα διέρχεται μια γκρίζα περίοδο λόγω διαφόρων παραγόντων. Ας τους αναφέρουμε:

- η ανάδειξη της Γερμανίας σε ηγεμονεύουσα οικονομική δύναμη μέσα στην Ευρώπη και η πρόσδεση χωρών στο άρμα της, αλλά και η πρόσδεση στα γερμανικά αστικά κόμματα μιας σειράς από συστημικά κόμματα της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Η γερμανική αστική τάξη δημιουργεί το πολιτικό της αντίγραφο μέσα σε κάθε ευρωπαϊκή κοινωνία.

- η διολίσθηση της Νέας Δημοκρατίας η οποία δεν παλινδρομεί – όπως παλιά – ανάμεσα σε ένα ήπιο νεοφιλελευθερισμό και σε μια λαϊκή δεξιά πολιτική, αλλά γύρω από έναν άτεγκτο και επιθετικό νεοφιλελευθερισμό συνοδευόμενο σε επίπεδο πολιτειακό από ακροδεξιές εκφωνήσεις, από τις οποίες δεν υπάρχει ορατό ενδεχόμενο απεμπλοκής. Ο ρόλος και η θέση της οικογένειας Μητσοτάκη μέσα στη Ν.Δ. βαίνει μειούμενος, ο δε Καραμανλής δεν ήταν ποτέ πολιτικός αμερικανικών συμφερόντων με την πλήρη σημασία του όρου.

-  ο κατακερματισμός του χώρου του, απροκάλυπτα πια νεοφιλελεύθερου και ενίοτε φιλοακροδεξιού, πολιτικού κέντρου ο οποίος ασφυκτιά από άποψη πολιτικής απήχησης, έχει ένδεια δικού του ιδεολογικού προσανατολισμού σε συνθήκες πολιτικού διπολισμού και δυσκολεύεται να ανασυνταχθεί σε επίπεδο προσώπων και μηχανισμών.

Στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. η στροφή προς τα συμφέροντα της Γερμανίας ήταν και είναι καθολική. Ο σημερινός αρχηγός Βενιζέλος μετά τις εκλογές πιθανότατα παύει να παίζει σημαντικό ρόλο στην κεντρική πολιτική σκηνή και γίνεται πρωταγωνιστής αποκλειστικά στο πεδίο της δικαιοσύνης με το δρόμο για τη φυλακή ορθάνοιχτο. Ένα κόμμα υπό κατάρρευση, χωρίς οικονομική και πολιτική βιωσιμότητα, με αρχηγό υποψήφιο υπόδικο για σωρεία αδικημάτων εναντίον της δημοκρατίας και τη κοινωνίας, καθώς οδεύουμε στην εξάντληση της τρέχουσας συγκυρίας της κυβερνησιμότητάς του, εγκαταλείπεται πλέον απ' όλους, ακόμη και από τους ίδιους του τους πολιτευτές.

Ο Σταύρος Θεοδωράκης έχει επισημάνει το κενό πολιτικής εκπροσώπησης της αμερικάνικής ισχύος και προσπαθεί να το καλύψει εκφωνώντας πολιτικό λόγο που βρίσκεται σε αντιστοιχία μαζί της. Το "Ποτάμι", όμως, αποτελεί ένα κόμμα με ορίζοντα μιας ή δύο εκλογικών αναμετρήσεων, αφού αναγκαστικά θα λάβει ξεκάθαρη θέση στη νέα βουλή η οποία θα δημιουργήσει συγκρουσιακές καταστάσεις και πολλές διαφωνίες ανάμεσα στους υποστηρικτές του "χαρισματικού" αρχηγού του. Ο Σταύρος Θεοδωράκης δεν θα μπορεί να κρύβεται πια πίσω από το δάκτυλό του, ούτε να εξηγήσει γιατί συντάσσεται με το παλιό, την ολιγαρχία, και όχι με το νέο, μια πολιτική δύναμη όπως ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. η οποία αποδίδει και πάλι αξιοπρέπεια σε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Ο βασικός κίνδυνος όμως που απειλεί το "Ποτάμι" είναι η οικονομική κατάρρευση και οι γενικότεροι κλυδωνισμοί των συγκροτημάτων τύπου τα οποία χρηματοδοτούν, προβάλλουν και υποθάλπουν αυτό το φαινομενικά ανεξάρτητο πολιτικό μόρφωμα. Το αναλώσιμο του πολιτικού εγχειρήματος του "Ποταμιού" το εμποδίζει να καταλάβει σημαντικότερη θέση μέσα στους ορατούς και αόρατους συσχετισμούς εξουσίας.

Συμπερασματικά, η αμερικανική επιρροή στην Ελλάδα βρίσκεται σε περίοδο ύφεσης. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα οι Η.Π.Α. θα βρίσκονται μπροστά σε μια μη φιλο-αμερικανική κυβέρνηση και σε μια αντιπολίτευση η οποία εκτός όλων των άλλων της προβλημάτων δεν είναι προνομιακά συνδεδεμένη μόνο με τα αμερικανικά συμφέροντα, αλλά και με τα γερμανικά. Εδώ είναι που κερδίζει έδαφος η υπόθεση ότι η ίδρυση του "Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών" εντάσσεται σε ευρύτερους σχεδιασμούς των Η.Π.Α.

Γιατί τώρα;

Το "Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών" δημιουργείται δίνοντάς σε όλους μια αίσθηση κατεπείγοντος. Δικαιολογούν τα διακυβεύματα της αμέσως επόμενης, μετεκλογικής περιόδου μια τέτοια βιασύνη εκ μέρους του Παπανδρέου και των επιτελών του;

Μετεκλογικά με την κυβέρνηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αρχίζουν άμεσα συζητήσεις και πραγματική διαπραγμάτευση για το χρέος και η πλευρά του Δ.Ν.Τ. μένει χωρίς σύμμαχο πολιτικό κόμμα στην Ελλάδα. Το στρατόπεδο των δανειστών δεν είναι ενιαίο και αρραγές. Όσο κοντοσιμώνει η διαπραγμάτευση και η ώρα της απόδοσης ευθυνών, τόσο θα προκύπτουν εσωτερικές τριβές στο εσωτερικό της Τρόικας.

Ανεξάρτητα από το θέμα του χρέους, με μια αριστερή ριζοσπαστική κυβέρνηση στην Ελλάδα επίκειται αναπροσδιορισμός της στρατηγικής της Ελλάδας στα Βαλκάνια, στην Ευρώπη και στον κόσμο, ο οποίος θα αποτυπωθεί σε όλο το φάσμα των ανοικτών και κλειστών θεμάτων: ενεργειακοί δρόμοι, Α.Ο.Ζ., εξωτερική πολιτική της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία και το Ισραήλ, στρατιωτικοί εξοπλισμοί, σχηματισμός νέων πολιτικών και οικονομικών συμμαχιών στον ευρωπαϊκό νότο αλλά και έξω από την Ευρώπη, αμφισβήτηση του δόγματος του νεοφιλελευθερισμού, διωγμός του Δ.Ν.Τ. και της τρόικας και αντιπαράθεση με τους δανειστές.

Στην πιο καίρια στιγμή οι Η.Π.Α. έχουν μείνει χωρίς κλασικό εκφραστή των δικών τους προτεραιοτήτων στην ελληνική πολιτική σκηνή. Ένα κόμμα που θα κωδικοποιεί τα αμερικάνικά συμφέροντα και τα συμφέροντα του Δ.Ν.Τ. σε πολιτικό λόγο για εσωτερική κατανάλωση είναι απαραίτητο.

Γιατί ο Παπανδρέου;

Ας μην ξεχνάμε ποιος είναι ο Γιώργος Παπανδρέου. Ένας πολιτικός με βαθιές ρίζες στην αμερικανική πολιτική σκηνή. Ισχύει και το αντίστροφο, η αμερικανική πολιτική σκηνή έχει βαθιές ρίζες σε αυτόν. Τι άλλο "είναι" ο Γιώργος: ο ανακαινιστής, ο εισαγωγέας του Δ.Ν.Τ. στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, ενός οργανισμού κατεξοχήν αμερικανικών συμφερόντων, ενός αποικιοκρατικού οικονομικού θεσμού του σκληρού τραπεζικού κεφαλαίου. Ο οικονομικός δολοφόνος της ίδιας του της χώρας, πιθανόν και gambler που κατηγορείται ότι κερδοσκόπησε πάνω στη δυσφήμιση και τη χρεοκοπία της από τα ασφάλιστρα κινδύνου (CdS). Ο τρίτος κατά σειρά Παπανδρέου σε μια γενιά πολιτικών που συγκαθόρισαν το παρελθόν και το παρόν. Ένας θιασώτης της ονομαστικής δημοκρατίας των δικαιωμάτων που όμως παραμένει ακραία νεοφιλελεύθερη στο οικονομικό κομμάτι, με μια καθαρά αμερικανική οπτική πάνω στον κόσμο.

Ο Παπανδρέου είναι, επίσης, σε διεθνές επίπεδο ένας από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς αμερικανικών συμφερόντων. Δεν είναι δυνατόν να αφεθεί ανενεργός στην χώρα την οποία πολιτεύεται, σε μια συγκυρία που διακυβεύονται πολιτικά και εκλογικά εξελίξεις με παγκόσμιο αποτύπωμα και αντίκτυπο.

Εύλογο είναι το ερώτημα: γιατί προκρίνεται ο Γιώργος Παπανδρέου από τη στιγμή που έχει και αυτός ανοικτούς λογαριασμούς με τη δικαιοσύνη και την πρόσφατη ιστορία του τόπου; Η έλλειψη εναλλακτικών λύσεων είναι μέρος της απάντησης. Δεν πρέπει, ακόμα, να ξεχνάμε ότι για τους επαγγελματίες της πολιτικής απουσία 2,5 χρόνων από την κεντρική πολιτική σκηνή ισοδυναμεί με αυτό-αμνήστευσή τους στο πεδίο των πολιτικών συμβολισμών. Εκεί δίνεται άλλωστε και η επικοινωνιακή μάχη από το επιτελείο του Παπανδρέου. Η οπισθοφυλακή πολιτικών απολογητών του ΓΑΠ έχει πιάσει ήδη δουλειά για να αποκρούει τις δύσκολες ερωτήσεις. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γίνεται προσπάθεια να επιβληθεί σιγή ασυρμάτου επενδύοντας στα χρόνια της απουσίας του Παπανδρέου από τις πολιτικές εξελίξεις, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο τελευταίος ως απλός βουλευτής συμμετείχε νομοθετικά στην επίρρωση των μνημονιακών πολιτικών μέχρι προχθές. Όποιος θίγει το προφανές, τις ποινικές ευθύνες του ΓΑΠ για τα χρόνια της πρωθυπουργίας του, πρέπει να αποδεικνύει ότι δεν είναι ελέφαντας. Όπως λέει και το τραγούδι, "φταίνε πάντα οι πρώην και οι επόμενοι". Στις τηλεοπτικές εμφανίσεις μελών του νεοπαγούς κόμματος αναδεικνύονται με τα μελανότερα χρώματα οι κυβερνήσεις Καραμανλή, Παπαδήμου και η συγκυβέρνηση Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ, ενώ την ίδια στιγμή ο Παπανδρέου αγιογραφείται σαν ο "αδικημένος" της ιστορίας, σαν το "καλό παιδί" που σήκωσε βάρος το οποίο δεν του αναλογούσε, σαν σωτήρας που με την προσφυγή στο Δ.Ν.Τ. (με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά με τα οποία έγινε) έσωσε την Ελλάδα.... (Συνεχεια εδώ

Αναμένοντας την έκβαση

El-Erian: Η Ελλάδα μπορεί να μάθει από τη Βραζιλία και την Αργεντινή





Γράφει αναλυτικά: 

«Η πιθανότητα ένα μη δοκιμασμένο και με ακραία ρητορική αριστερό κόμμα να έρθει στην εξουσία στις επόμενες εκλογές πυροδοτεί ένα sell-off στις αγορές. Οι πιστωτές γίνονται νευρικοί για τις προοπτικές της χώρας, ιδιαίτερα για τη σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας και την ικανότητά να εξυπηρετήσει το χρέος της. Ο ηγέτης του κόμματος αντιδρά προσπαθώντας να σχηματίσει μία πιο καθησυχαστική εικόνα για το μέλλον υπό τη νέα κυβέρνηση. Αλλά η προσπάθειά του πέφτει εις ώτα μη ακουόντων,  διακινδυνεύοντας μία αυτοτροφοδοτούμενη οικονομική και χρηματοπιστωτική εξάρθρωση. 

Η Ελλάδα του 2015; Όχι. Αυτή ήταν η κατάσταση στη Βραζιλία πριν τις προεδρικές εκλογές τον Οκτώβριο του 2012, όταν ο Luiz Inacio Lula da Silva πήρε το προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις το οποίο τελικά μεταφράστηκε σε μία ολοκληρωτική νίκη του Εργατικού Κόμματός του.  Για πολλά χρόνια έως τότε, ο Lula φλέρταρε δημοσίως και ιδιωτικώς με μία εναλλακτική οικονομική προσέγγιση η οποία θα περιλάμβανε μεγάλης
κλίμακας αναδιαρθρώσεις χρέους και μεγάλη εξάρτηση στον κρατισμό για να προωθήσει την ανάπτυξη. 

Αναμένοντας μία τέτοια έκβαση, οι αγορές αποτίμησαν πολύ υψηλά την πιθανότητα μίας αθέτησης πληρωμής του χρέους. Καθώς οι τιμές των ομολόγων βυθίζονταν, οι αποδόσεις ωθήθηκαν σε πολύ υψηλά επίπεδα και η πρόσβαση της Βραζιλία στις αγορές σχεδόν εξαφανίστηκε. Οι τραπεζικές καταθέσεις επίσης βρέθηκαν υπό πίεση και το νόμισμα υποχώρησε απότομα, ασκώντας περισσότερη πίεση στην οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα της χώρας. Σταθερά, η Βραζιλία προσέγγισε μία κρίση ρευστότητας που προκλήθηκε από τις αγορές η οποία θα μπορούσε να μετατραπεί σε κρίση φερεγγυότητας που θα μπορούσε να εκτροχιάσει την οικονομία για πολλά έτη. 

Στην περίπτωση αυτή, οι τιμές όλων των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων σημείωσαν άνοδο καθώς ο Lula υιοθέτησε μία συγκριτικά ορθόδοξη προσέγγιση στην οικονομική διαχείριση, στην πραγματικότητα φέρνοντας αποτέλεσμα με μέτρα που είχε περιγράψει λεπτομερώς λίγο πριν τις εκλογές – ένα πρόγραμμα που οι περισσότεροι επενδυτές είτε δεν είχαν ακούσει είτε αρνούνταν να πιστέψουν. Στα χρόνια που ακολούθησα, η επιστροφή της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας συνοδεύθηκε από μία από τις ισχυρότερες περιόδους οικονομικής ανάπτυξης και μείωσης της φτώχειας, διευρύνοντας την επιστροφή των επενδυτών. 

Καθώς οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν το αντιμνημονιακό κόμμα ΣΥΡΙΖΑ να έχει το προβάδισμα για τις εκλογές τις 25ης Ιανουαρίου, οι ελληνικές αγορές εμφανίζουν ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της Βραζιλίας στο δεύτερο μισό του 2002. Ο κίνδυνος αθέτησης πληρωμών, όπως μετράται από το spread των κρατικών ομολόγων, έχει εκτοξευθεί μαζί με τις συζητήσεις πιθανών αναδιαρθρώσεων χρέους και διαταραχών των συναλλαγματικών ισοτιμιών. 

Επιπλέον, οι προσπάθειες του Αλέξη Τσίπρα, του ηγέτη του ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ, να καθησυχάσει τις αγορές έχουν τουλάχιστον μέχρι στιγμής πέσει στο κενό για τρεις λόγους: Την προηγούμενη ρητορική του Τσίπρα, το αφήγημα μίας εγχώριας πολιτικής καμπάνιας που περιλαμβάνει δυνητικά επιβλαβείς αναφορές στη Γερμανία και ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό φαινόμενο που σχετίζεται την άνοδο των «μη συμβατικών» πολιτικών κομμάτων. 

Το βασικό πρόβλημα στην Ελλάδα πηγαίνει βαθύτερα, φυσικά. Σχετίζεται με σημαντικό τρόπο με μία πολιτική προσέγγιση και ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο, παρά τις μεγάλες θυσίες του ελληνικού λαού, έχει αποτύχει να δημιουργήσει ανάπτυξη, θέσεις εργασίας και μείωση της φτώχειας. Ως αποτέλεσμα, η κόπωση προσαρμογής έχει ενταθεί μεταξύ των πολιτών και της πολιτικής τάξης, με πιο απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον της χώρας. 

Μία έξοδος από την ευρωζώνη (“Grexit”), είναι μόνο μία από αυτές τις πιθανότητες, παρότι δεν έχει υποστηριχθεί από τον Τσίπρα για κάποιο χρονικό διάστημα. Αντ’ αυτού τάσσεται υπέρ μίας επαναδιαπραγμάτευσης με τους ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας που θα χαλαρώσει τις πολιτικές λιτότητας και θα διευκολύνει κάποιους από τους όρους του επίσημου χρέους, σε συνδυασμό με την παροχή πρόσθετης χρηματοδότησης. Αυτές οι προσπάθειες έχουν σκοπό να τοποθετήσουν τη χώρα σε μία καλύτερη θέση για να εφαρμόσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την επανεκκίνηση των μηχανών της ανθεκτικής ανάπτυξης και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. 

Εκεί είναι που κατέληξε η Βραζιλία μετά από μία ιδιαίτερα ταραχώδη περίοδο του 2002-2003. Με την ανάπτυξή ενός πιο βιώσιμου και ως εκ τούτου πιο αξιόπιστου μίγματος πολιτικής, ενθάρρυνε την επαναδέσμευση τόσο των εγχώριων όσο και των ξένων επενδυτών. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις εκλογές – το οποίο παραμένει ακόμη εξαιρετικά αβέβαιο – μία παρόμοια έκβαση μπορεί να είναι διαθέσιμη στην Ελλάδα αν το κόμμα ακολουθήσει μία πορεία παρόμοια με αυτή του Lula και εάν οι αγορές παράσχουν ένα επαρκές χώρο για να αναπνεύσει. 

Αλλά η Βραζιλία δεν είναι η μόνη ιστορική περίπτωση από τη Λατινική Αμερική που είναι σχετική με την Ελλάδα σήμερα. Η άλλη είναι η Αργεντινή. Το 2001 ένα μίγμα οικονομικής κακοδιαχείρισης και αναταραχής των αγορών την ανάγκασε να βγει από τη ρύθμιση των συναλλαγματικών ισοτιμιών που είχε συνδέσει το νόμισμά της με το αμερικανικό δολάριο. Ακολούθησε ένα κύμα αθέτησης πληρωμών, μαζί με μία βαθιά ύφεση των οποίων η κληρονομιά συνεχίζει να υπονομεύει τη χώρα. Πράγματι, η Αργεντινή πρέπει να χρησιμεύσει ως μία υπενθύμιση για την Ελλάδα για τη σημασία της ελαχιστοποίησης της πιθανότητας μίας μη προετοιμασμένης και άτακτης εξόδου από τη νομισματική ένωση η οποία θα διατάρασσε σοβαρά τις χρηματοπιστωτικές της σχέσεις και θα υπονόμευε σοβαρά τη λειτουργία της οικονομίας της. 

Καθώς προετοιμάζεται για έναν πιθανό ρόλο στην κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συμπληρώσει την έμφασή του στην ομαλή οικονομική διαχείριση εντός της ευρωζώνης με εργασίες πίσω από κλειστές πόρτες σχετικά με τη μηχανική μίας εξόδου, στην περίπτωση που ένα τέτοιο ενδεχόμενο αποδειχθεί αναπόφευκτο. Σε συνδυασμό με τις προσεκτικές και λεπτομερείς εσωτερικές προετοιμασίες για ένα Plan B για εναλλακτικό καθεστώς συναλλάγματος και πληρωμών, αυτό θα απαιτούσε μία σαφή επικοινωνία ενός εναλλακτικού οικονομικού οράματος για τη χώρα. Θα απαιτούσε επίσης τον έγκαιρο συντονισμό με τους ευρωπαίους εταίρους, συμπεριλαμβανομένης μίας γρήγορης στροφής σε κάποια παραλλαγή της συμφωνίας σύνδεσης με την Ε.Ε. που θα συνεχίσει να παρέχει προνομιακή πρόσβαση και αλληλεπίδραση με την Ένωση για την Ελλάδα».

Πηγή:www.capital.gr