ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΜΗΛΙΟΣ ΧΡ.

..............................................................................................................................................................
Η αναπόφευκτη εσωτερική υποτίμηση
Και η μετάθεση των ευθυνών

...Οι συζητήσεις μέχρι στιγμής ελάχιστα διαφωτίζουν το ζήτημα. Το πολιτικό σύστημα αναλώνεται αποσπασματικά σε διενέξεις για κάποια μέτρα και αγωνιά για το δικό του μέλλον. Οι οικονομολόγοι περιφέρουν τις ελλιπείς και μονομερείς γνώσεις τους στα κανάλια, οι δημοσιογράφοι υπερασπίζονται το φιλο-λαϊκό τους προφίλ (όσο και με όποιο τρόπο μπορεί ο καθένας) και η Αριστερά καταθέτει τον αναχρονισμό της, την ολική επιστροφή στα παλιά (στον αντι-ευρωπαϊσμό του ‘75, τα ανεξαρτησιακά προτάγματα, τις κρατικοποιήσεις των τραπεζών κι όχι μόνο, τη δραχμή κλπ. κλπ.). Κι ακόμα χωρίς νάχει καμιά πολιτική ανάπτυξη η ίδια (ίσα- ίσα το αντίθετο) και χωρίς να υπάρχει κανένα ανεπτυγμένο πολιτικό κίνημα στην Ελλάδα θέτει και ζητήματα εξουσίας με βάση τις… σφυγμομετρήσεις.

Το πολιτικό κενό αφορά απουσία πολιτικών και πολιτικών διαδικασιών. Απουσία στρατηγικών αναζητήσεων. Ούτε οι δανειακές συμβάσεις ούτε τα μνημόνια απαντούν σε αυτό το θέμα ούτε βέβαια και τα μέτωπα εναντίων αυτών. Το θέμα της χρηματοδότησης σήμερα ταυτίζεται με το πρόβλημα της μελλοντικής οικονομικής μας επιβίωσης. Είναι πέρα από τις δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια που κινούνται σε έναν ορίζοντα πρόσκαιρης διάσωσης. Μετά την δεύτερη δανειακή σύμβαση και το μνημόνιο plus τι θα γίνει;

Οι διεθνείς αγορές μπορεί να κλείσανε για την Ελλάδα, οι δανειακές όμως ανάγκες της Ελλάδας παραμένουν στο ίδιο σχεδόν επίπεδο στο οποίο υπήρχαν την εποχή που δανείζονταν η χώρα μας ελεύθερα από τις αγορές. Οι δανειακές ανάγκες της Ελλάδας ορίζονται από το βιοτικό της επίπεδο που είναι πολύ υψηλότερο από αυτό που της αντιστοιχεί. Αυτό το βιοτικό επίπεδο, κατά τους νέους δανειστές μας, την Ε.Ε. και το ΔΝΤ, πρέπει να μειωθεί. Γιατί έτσι θα μειωθούν και οι δανειακές μας ανάγκες που την κάλυψή τους έχουν αναλάβει προσωρινά αυτοί. Τίποτα πιο λογικό κι αναμενόμενο απ’ τη μεριά τους.

Η εσωτερική υποτίμηση είναι το πρώτο που πρέπει να λύσουμε σαν κοινωνία. Τα αναπτυξιακά έπονται. Πριν την ανάπτυξη υπάρχει πάντα η σταθεροποίηση. Εμείς είμαστε μακράν και αυτής. Η Ελληνική οικονομία πρέπει να ανακόψει την καθοδική της πορεία. Να ισορροπήσει σε ένα οπωσδήποτε χαμηλότερο επίπεδο. Να σταθεροποιηθεί σε αυτό και μετά να επιδιώξει την ανάκαμψη. Αυτή προϋποθέτει επενδύσεις, οι επενδύσεις προϋποθέτουν είτε εσωτερική συσσώρευση κεφαλαίων (από πού άραγε;), είτε προσέλκυση ξένων κεφαλαίων (με τι συγκριτικά πλεονεκτήματα;) είτε σύναψη νέων δανείων (από ποιες αγορές;). Όλα αυτά συνιστούν οικονομικές προκλήσεις των ημερών.

Το μοντέλο της πλασματικής ευμάρειας, που υπερασπιζόμαστε ακόμα, έχει λάβει τέλος. Καιρός να συγχρονιστούμε με τα νέα δεδομένα. Το μοντέλο αυτό ήταν προϊόν μιας εποχής που παρήλθε ανεπιστρεπτί. Η Ελληνική κοινωνία οφείλει να αναπροσαρμοστεί όσο οδυνηρό και αν είναι κάτι τέτοιο, όσα ανθρώπινα δράματα κι αν προκαλεί.

Το αναπόφευκτο, ως γνωστόν, δεν το επιλέγεις, δεν μπορείς να το αποφύγεις ούτε να το αποτρέψεις. Είσαι υποχρεωμένος να το υποστείς. Η εσωτερική υποτίμηση θα γίνει είτε παραμείνουμε στην Ευρωζώνη (με απ’ ευθείας περικοπές εισοδημάτων αλλά και δαπανών σε όλους ανεξαίρετα τους τομείς) είτε βγούμε έξω από αυτήν (με υποτίμηση της δραχμής). Διαφορές υπάρχουν αλλά η ουσία είναι ότι και στις δυο περιπτώσεις η υποτίμηση θα είναι σημαντική. Η Ελληνική οικονομία θα πρέπει να ισορροπήσει σε ένα πολύ χαμηλότερο επίπεδο από το σημερινό που δεν μπορεί ακριβώς να προσδιοριστεί. Δεν γνωρίζουμε αν θα είναι επίπεδο Ινδίας ή Βουλγαρίας ή κάποιας άλλης χώρας, καθώς για να μιλήσουμε γι’ αυτό θα πρέπει να έχουμε ακριβή γνώση της κατάστασης στην οποία έχουμε περιέλθει και τα περιθώρια που έχουμε για ανάπτυξη στο μέλλον.

Οι υποστηρικτές της δραχμής ενώ την επιλέγουν γιατί παρέχει την δυνατότητα άσκησης νομισματικής πολιτικής (δηλ. την δυνατότητα υποτίμησης) δεν αναφέρονται καθόλου στην αναγκαστική πτώση του βιοτικού επίπεδου που θα επιφέρει αυτή.

Όλα τα παραπάνω κάνουν φανερό ένα άμεσο πολιτικό πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας. Την έλλειψη μιας επεξεργασμένης πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης από την μεριά της Ελλάδας.

Αντί να διαπραγματευόμαστε παθητικά κάθε φορά με την Τρόικα, για τα μέτρα λιτότητας που προωθεί, θα μπορούσαμε μόνοι μας να είχαμε σχεδιάσει μια διαδικασία σταδιακής εσωτερικής υποτίμησης. Με προτεραιότητες, επιλεγμένα και αξιολογημένα κόστη, με δίκαιες κοινωνικές κατανομές βαρών. Στη βάση ενός οικονομικού προγράμματος προσαρμογής που θα στηρίζονταν στη διάσωση βασικών καταχτήσεων και στην κατάργηση εκτεταμένων προνομίων και παρασιτικών λειτουργιών, σε διαρθρωτικές αλλαγές επώδυνες αλλά αναγκαίες και μεταρρυθμίσεις στο Κράτος που να το περιορίζουν και να το ορθολογικοποιούν.

Όλα αυτά μοιάζουν «με όνειρα θερινής νυχτός», με προτάσεις που κινούνται στον κόσμο της φαντασίας, στο απραγματοποίητο της πολιτικής μας ζωής. Κι έτσι είναι.Τέτοιου είδους οικονομικό πρόγραμμα το Ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν έχει κι ούτε πρόκειται να αποκτήσει ποτέ.

Έτσι όμως η εσωτερική υποτίμηση θα γίνεται με αναγκαστικό, άναρχο και κοινωνικά άδικο τρόπο (μέσω μνημονίων όσο θα υπάρχουν κι αυτά). Και σε αυτή την περίπτωση το αναπόφευκτο δεν μπορεί να μεταφράζεται σε παθητική αποδοχή των μέτρων. Νομοτελειακά τα μέτρα θα προκαλούν κοινωνικές εντάσεις έστω κι αν είναι προδικασμένη η έκβασή τους. Και εκεί αναπτύσσονται ιδεολογικά μέτωπα (αντι-μνημονιακά, αντι-ευρωπαϊκά, αντιδυτικά, αντιγερμανικά) και γίνεται μετάθεση ευθυνών από το πολιτικό σύστημα στην Τρόικα.

Για όλα πλέον φταίει το μνημόνιο και οι Γερμανοί. Οι αρχηγοί των Ελληνικών κομμάτων διαπραγματεύονται σκληρά, βάζουν κόκκινες γραμμές, αντιστέκονται κι υποχωρούν τελικά κάτω από αφόρητες πιέσεις.

Καλύτερη από-ενοχοποίηση του πολιτικού συστήματος δεν μπορεί να υπάρξει. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Για όλα φταίνε οι ξένοι. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ελληνική κοινωνία καταφεύγει στη δαιμονοποίηση του ξένου παράγοντα. Η ιστορία έχει ρίζες βαθιές. Μέσα από αυτή τη διαδικασία συγκροτείται κι αναπαράγεται συνεχώς ο ιστορικός μύθος για το δίκαιο των Ελλήνων, τους εθνικούς κατατρεγμούς, τις ευθύνες των ξένων. Έτσι λειτουργεί η συλλογική αντίληψη, όλο το σύστημα των συλλογικών συμπεριφορών στην Ελλάδα.

Ο δύσκολος δρόμος της αυτογνωσίας

Πολλές λοιπόν και διάφορες οι πολιτικές προκλήσεις των ημερών. Στρατηγικού και ταχτικού χαρακτήρα. Προκλήσεις που εκτείνονται από τα προβλήματα της καθημερινότητας, που γίνονται ολοένα πιο σκληρά, και φθάνουν μέχρι την αναζήτηση μιάς γενικής διεξόδου. Το θέμα είναι μέσα από πιο πρίσμα αντιμετωπίζονται όλα αυτά.

Όσο η κρίση εξαπλώνεται τόσο το τοπίο στην Ελληνική κοινωνία γίνεται πιο θολό κι αδιευκρίνιστο. Από την μια έχουμε τις υπόγειες διεργασίες που συντελούνται και συνιστούν την αθέατη πλευρά της πραγματικότητας που όμως δεν έχει ακόμα πάρει το δρόμο της εξωτερίκευσης (κι άρα κανείς δεν ξέρει τι θα βγάλει), και από την άλλη έχουμε την συνέχιση των πρακτικών του παρελθόντος που δημιουργούν την αίσθηση πως παρ’ όλη την τεράστια κρίση που περνάμε πολύ δύσκολα, σε αυτόν τον τόπο, κάτι θα αλλάξει. Από κάθε άποψη πρόκειται για μια μεταβατική περίοδο όπου το νέο κυοφορείται ενώ το παλιό συνεχίζει να υπάρχει.

Το παλιό δεν αφορά μόνο τον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Κύρια έχει να κάνει με το διαμορφωμένο επίπεδο κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής συνείδησης.

Το οικονομικό αδιέξοδο που βιώνουμε είναι δύσκολο με τις σημερινές συνθήκες να τύχη οποιασδήποτε άλλης αντιμετώπισης. Ποιοι όμως είναι οι όροι που μπορούν να διαμορφώσουν σταδιακά μια διαφορετική συνείδηση στην Ελληνική κοινωνία;

Πάνω σε αυτή την πρόκληση θα πρέπει να επικεντρωθούμε.

Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχει αδυναμία να κατανοηθούν οι διεθνείς όροι της Ελληνικής κρίσης, οι καταναγκαστικοί περιορισμοί, οι αδύνατες αυτονομίες, τα ανύπαρκτα περιθώρια διαπραγμάτευσης, οι υποχρεωτικές προσαρμογές.

Όλη η σχέση με το διεθνές περιβάλλον γίνεται αντιληπτή μέσα από φοβικά σύνδρομα.Οι ξένοι που επιβουλεύονται την ανεξαρτησία μας και θέλουν να επιβάλουν μια νέα κατοχή, να ιδιοποιηθούν τις περιουσίες μας κλπ. κλπ.

Η Ελληνική κοινωνία αδυνατεί να δει τον εαυτό της μέσα στον σύγχρονο κόσμο με όρους ανταγωνισμού και συνύπαρξης.

Η δραματική μείωση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας φανερώνει την έλλειψη, βασικά, ανταγωνιστικού πνεύματος. Η Ελληνική κοινωνία έχει, για χρόνια τώρα, επαναπαυθεί στον καταναλωτισμό της. Δεν την έχει απασχολήσει το μέλλον της στον σύγχρονο κόσμο, δεν τοποθετείται μέσα σε αυτόν ανταγωνιστικά, δεν πάλεψε και δεν διεκδίκησε να καταλάβει κάποια θέση στο νέο υπό διαμόρφωση διεθνή καταμερισμό. Έμεινε έξω από τις διεθνείς εξελίξεις στην οικονομία.

Η έννοια της συνύπαρξης, από την άλλη, αφορά την ένταξη στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι. Καμιά κρίση δεν είναι ανεξάρτητη ούτε μπορεί να ανεξαρτοποιηθεί. Η ιδεοληπτική εμμονή στην ύπαρξη εθνικής λύσης στην κρίση, μας γυρίζει πίσω σε ανεξαρτησιακούς αναχρονισμούς και τριτοκοσμικές αναζητήσεις.

Οι σχηματοποιήσεις του τύπου δραχμή ή Ευρώ δεν βοηθούν καθόλου και στην κατανόηση της κρίσης και στην διαχείρισή της. Η κρίση δεν είναι νομισματική (δεν την προκάλεσε το Ευρώ) μπορεί όμως να εξελιχθεί σε τέτοια. Δεν μπορεί όμως να αντιμετωπισθεί και έξω από το Ευρώ με νομισματικά μέσα (υποτίμηση δραχμής - επιτόκια). Η διαχείριση των κρίσεων σήμερα ξεπερνά κατά πολύ την παλιά συνταγή των νομισματικών μέτρων.

Η αντίθεση στο μνημόνιο δεν μπορεί να ταυτίζεται με την άρνηση κάθε αλλαγής. Ακόμα και για μόνιμα διαρθρωτικά προβλήματα. Το μνημόνιο δεν περιλαμβάνει μόνο περικοπές μισθών, συντάξεων και νέους φόρους. Στην προσπάθεια εσωτερικής υποτίμησης και δημοσιονομικής πειθαρχίας περιλαμβάνει μια σειρά αναπτυξιακά μέτρα (απελευθέρωση επαγγελμάτων, ιδιωτικοποιήσεις, αποδοτικότητα του κράτους, απελευθέρωση ωραρίου κλπ.) για τα οποία δεν έχει γίνει ακόμα πρακτικά τίποτα.

Στην ιστορία των Δημόσιων οικονομικών των τελευταίων τριάντα χρόνων έχουν πολλά να γραφτούν για οικονομικές λογικές και νοοτροπίες που μας οδήγησαν ως εδώ. Αυτές ακριβώς έχουν και την μεγαλύτερη σημασία. Όχι τόσο τα πρόσωπα και τα κόμματα που μας κυβέρνησαν και που δεν ήταν παρά διαχειριστές μιας δεδομένης κοινωνικής συνείδησης και λιγότερο διαμορφωτές της.

Η γνώση του παρελθόντος, η γνώση των οικονομικών στρατηγικών που εφαρμόστηκαν και των ιδεών που υπήρξαν κυρίαρχες είναι αυτή που μπορεί να βοηθήσει στο ξεπέρασμα των σημερινών αγκυλώσεων. Μέσα από αυτήν μπορούν να ανατραπούν τα στερεότυπα του παρελθόντος και οι φόβοι του μέλλοντος, ότι δηλ. συνιστά τον συντηρητισμό των ημερών μας.

Μόνο μέσα από μια ουσιαστική διαδικασία αυτογνωσίας σαν κοινωνία μπορούμε να ελπίζουμε σε μια οικονομική και πολιτική διέξοδο. Θα μπορέσουμε να την αποκτήσουμε; Πλήρες άρθρο




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου