ΠΗΓΗ: euro2day.gr
Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο... των hedge fund
Jonathan Ford
Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο... των hedge fund
Jonathan Ford
Από το πρώτο hedge fund τη δεκαετία του '40 μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει. Οι παχυλές αμοιβές όμως παραμένουν, αν και δεν είναι διατηρήσιμες. Το μοντέλο μηδενικού αποτελέσματος και οι ανάρμοστες μέθοδοι ενός κλάδου που πλέον είναι... mainstream.
Ο Άλφρεντ Γουίνσλοου Τζόουνς ρωτήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του '70 πώς έβλεπε τις προοπτικές των εξειδικευμένων επενδυτικών οχημάτων, τα οποία θεωρείται ότι ο ίδιος εφηύρε, και δεν δήλωσε αισιόδοξος. «Τα hedge funds δεν έχουν μπροστά τους λαμπρό μέλλον» είχε απαντήσει.
Ο Τζόουνς πίστευε πως μπορούσε εύκολα κανείς να αντιγράψει το επενδυτικό στυλ των hedge funds και πως οι ανισορροπίες στις οποίες στηρίζονται αυτά τα επενδυτικά οχήματα σύντομα θα εξαλειφθούν. Δεν πίστεψε ούτε μία στιγμή ότι τα hedge funds θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικό τμήμα της επενδυτικής σκηνής.
Εάν ζούσε στις μέρες μας, θα είχε εκπλαγεί από τις αντοχές του δημιουργήματός του. Τα hedge funds δεν είναι πλέον προνόμιο μόνο των λίγων πλούσιων επενδυτών και διαχειρίζονται κεφάλαια 2,5 τρισ. δολ., πολλά εκ των οποίων προέρχονται από συνταξιοδοτικά ταμεία. Το ποσό είναι πολύ υψηλότερο από το 1,9 τρισ. δολ. που διαχειρίζονταν τα hedge funds προ κρίσης.
Ένα πράγμα, ωστόσο, δεν έχει αλλάξει. Η δομή των αμοιβών που εφηύρε ο Τζόουνς για τη χρηματοδότηση του πρώτου fund με υπό διαχείριση κεφάλαια 100.000 δολ. στα τέλη της δεκαετίας του '40. Είναι γεγονός ότι υπήρξε κάποια μείωση στην προμήθεια απόδοσης του 20%, η οποία -μαζί με μία ετήσια προμήθεια διαχείρισης- αποτελεί το βασικό έσοδο των hedge funds. Σε γενικές γραμμές όμως, οι χρεώσεις δεν έχουν αλλάξει πολύ.
Με άλλα λόγια, προμήθειες που σχεδιάστηκαν για να χρηματοδοτούνται μικρά πολυτελή επενδυτικά οχήματα, τα οποία στηρίχθηκαν κατά κύριο λόγο στην εκτενή έρευνα, μετατοπίστηκαν σε γιγαντιαία funds που διαχειρίζονται διψήφια νούμερα δισεκατομμυρίων δολαρίων. Εάν προστεθούν και τα έξοδα trading, που οι επενδυτές των hedge funds πρόθυμα αναλαμβάνουν, τότε η ρευστότητα που δημιουργείται είναι πραγματικά τερατώδης.
Με αυτή δεν χρηματοδοτείται μόνο το προκλητικό lifestyle που απολαμβάνουν όσοι διαχειρίζονται τέτοιες εταιρείες. Χρηματοδοτείται επίσης ένας πραγματικός αγώνας για απόκτηση πληροφοριών που πολλά funds θεωρούν απαραίτητo για την ευημερία τους.
Τα hedge funds είναι πολύ ακριβά στη διαχείρισή τους. Τεράστια κεφάλαια απαιτούνται για την πρόσληψη εξειδικευμένων traders και αναλυτών από την κρίση των οποίων εξαρτώνται περιουσίες. Πέραν αυτών, υπάρχει ένα τεράστιο κόστος για ΙΤ και την απόκτηση πληροφοριών, πόσο μάλλον οι προμήθειες που καταβάλλουν τα hedge funds σε διαμεσολαβητές και ειδικότερα σε επενδυτικές τράπεζες.
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι το κόστος αυτό επηρεάζει σημαντικά τις αποδόσεις που λαμβάνουν οι επενδυτές. Σε βιβλίο που εκδόθηκε τον περασμένο χρόνο, ο επενδυτής Σάιμον Λακ εκτιμά από τη δεκαετία του '90 πως οι προμήθειες που χρέωναν τα hedge funds και τα funds of funds ροκάνισαν περίπου το 98% των αποδόσεων που πετύχαιναν.
Η πρόσφατη υπόθεση για insider trading* εναντίον της SAC Capital, του hedge fund που ίδρυσε ο Στιβ Κοέν, υπογραμμίζει τις σπατάλες του συγκεκριμένου μοντέλου. Οι πολύ υψηλές προμήθειες της SAC -ο Κοέν είχε το θράσος να χρεώνει όχι το συνηθισμένο 2 και 20, αλλά 3 και 50- της επέτρεπαν όχι μόνο να προσλαμβάνει τους καλύτερους traders αλλά και να το κάνει με τέτοιο σπάταλο τρόπο ώστε ο καθένας εξ αυτών να είναι υπεύθυνος για ελάχιστες μετοχές.
Οι διαχειριστές χαρτοφυλακίων δεν αμείβονταν βάσει της απόδοσης του συνολικού fund, αλλά βάσει μόνο της απόδοσης των ελάχιστων εταιρειών που παρακολουθούσαν. Δεδομένου ότι η SAC ήταν hedge fund που επικεντρωνόταν στις εταιρικές εξελίξεις (event driven), οι διαχειριστές έπρεπε να μελετούν κάθε πληροφορία που μπορούσαν να συγκεντρώσουν και η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει κίνηση στις τιμές των εν λόγω μετοχών.
Αυτή η προσέγγιση είναι εντάσεως εργασίας για τη SAC και σίγουρα απέδιδε υψηλότερες αποδόσεις. Την εξαετία 2006-20011, για πέντε χρονιές, οι αποδόσεις της ξεπέρασαν τον μέσο όρο των αποδόσεων στον κλάδο των hedge funds και συχνά με μεγάλη απόσταση. Το πρόβλημα ήταν πως πολλές από αυτές τις πληροφορίες αποκτήθηκαν με ανάρμοστο τρόπο.
Η SAC μπορεί να παραβίασε τους κανόνες, αλλά τα στελέχη της ουσιαστικά έκαναν κάτι που κάνουν όλα τα hedge funds: αναζητούσαν το πλεονέκτημα. Σε άλλους κλάδους οι επιχειρήσεις επιδιώκουν το ίδιο αποτέλεσμα με διαφορετικούς τρόπους, είτε χρηματοδοτώντας βραβευμένους μαθηματικούς για να βρουν αλγόριθμους που θα ανιχνεύουν την αναποτελεσματικότητα των αγορών, είτε καταβάλλοντας παχυλές αμοιβές στα χρηματιστήρια για να τοποθετήσουν τερματικά στην έδρα τους - γεγονός που δίνει χρονικό πλεονέκτημα μετρήσιμο σε κλάσματα του δευτερολέπτου.
Οι επενδυτές έχουν ανεχθεί αυτές τις τακτικές, παρότι οι αποδόσεις που υπόσχονται έχουν συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια. Είναι, όμως, πραγματικά αμφισβητήσιμο κατά πόσον αυτό το «πλεονέκτημα» πραγματικά ευνοεί τους οργανισμούς που αντιστοιχούν στη μερίδα του λέοντος των υπό διαχείριση κεφαλαίων στα hedge funds.
Τα συνταξιοδοτικά ταμεία είναι εκτεθειμένα σε όλη την αγορά, όχι μόνο στα hedge funds. Εάν λοιπόν, τα hedge funds αποδίδουν κέρδη εις βάρος άλλων συμβατικών επενδυτών, τότε τα συνταξιοδοτικά ταμεία κινδυνεύουν να εμπλακούν απρόθυμα σε ένα παιχνίδι μηδενικού αποτελέσματος, όπου τα κέρδη του ενός fund αντισταθμίζονται από τις ζημίες κάποιου άλλου, μείον και το κόστος της συναλλαγής. Αυτό το μοντέλο, σε τελική ανάλυση, ευνοεί μόνο τους διαμεσολαβητές και όχι τους επενδυτές.
Πριν από λίγα χρόνια, το συνολικό κόστος των επενδύσεων σε ένα hedge fund, όπου περιλαμβάνονται οι προμήθειες προς τις επενδυτικές τράπεζες, υπερέβαινε το 7% του συνόλου των προς επένδυση κεφαλαίων. Το ποσοστό αυτό, όμως, είναι μεγαλύτερο από τις μακροπρόθεσμες αποδόσεις στο χρηματιστήριο. Κατά συνέπεια, δεν είναι διατηρήσιμο. Η πρόβλεψη του Τζόουνς ήταν λίγο πρώιμη. Ουσιαστικά, όμως, μπορεί να αποδειχθεί σωστή.
Ο Τζόουνς πίστευε πως μπορούσε εύκολα κανείς να αντιγράψει το επενδυτικό στυλ των hedge funds και πως οι ανισορροπίες στις οποίες στηρίζονται αυτά τα επενδυτικά οχήματα σύντομα θα εξαλειφθούν. Δεν πίστεψε ούτε μία στιγμή ότι τα hedge funds θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικό τμήμα της επενδυτικής σκηνής.
Εάν ζούσε στις μέρες μας, θα είχε εκπλαγεί από τις αντοχές του δημιουργήματός του. Τα hedge funds δεν είναι πλέον προνόμιο μόνο των λίγων πλούσιων επενδυτών και διαχειρίζονται κεφάλαια 2,5 τρισ. δολ., πολλά εκ των οποίων προέρχονται από συνταξιοδοτικά ταμεία. Το ποσό είναι πολύ υψηλότερο από το 1,9 τρισ. δολ. που διαχειρίζονταν τα hedge funds προ κρίσης.
Ένα πράγμα, ωστόσο, δεν έχει αλλάξει. Η δομή των αμοιβών που εφηύρε ο Τζόουνς για τη χρηματοδότηση του πρώτου fund με υπό διαχείριση κεφάλαια 100.000 δολ. στα τέλη της δεκαετίας του '40. Είναι γεγονός ότι υπήρξε κάποια μείωση στην προμήθεια απόδοσης του 20%, η οποία -μαζί με μία ετήσια προμήθεια διαχείρισης- αποτελεί το βασικό έσοδο των hedge funds. Σε γενικές γραμμές όμως, οι χρεώσεις δεν έχουν αλλάξει πολύ.
Με άλλα λόγια, προμήθειες που σχεδιάστηκαν για να χρηματοδοτούνται μικρά πολυτελή επενδυτικά οχήματα, τα οποία στηρίχθηκαν κατά κύριο λόγο στην εκτενή έρευνα, μετατοπίστηκαν σε γιγαντιαία funds που διαχειρίζονται διψήφια νούμερα δισεκατομμυρίων δολαρίων. Εάν προστεθούν και τα έξοδα trading, που οι επενδυτές των hedge funds πρόθυμα αναλαμβάνουν, τότε η ρευστότητα που δημιουργείται είναι πραγματικά τερατώδης.
Με αυτή δεν χρηματοδοτείται μόνο το προκλητικό lifestyle που απολαμβάνουν όσοι διαχειρίζονται τέτοιες εταιρείες. Χρηματοδοτείται επίσης ένας πραγματικός αγώνας για απόκτηση πληροφοριών που πολλά funds θεωρούν απαραίτητo για την ευημερία τους.
Τα hedge funds είναι πολύ ακριβά στη διαχείρισή τους. Τεράστια κεφάλαια απαιτούνται για την πρόσληψη εξειδικευμένων traders και αναλυτών από την κρίση των οποίων εξαρτώνται περιουσίες. Πέραν αυτών, υπάρχει ένα τεράστιο κόστος για ΙΤ και την απόκτηση πληροφοριών, πόσο μάλλον οι προμήθειες που καταβάλλουν τα hedge funds σε διαμεσολαβητές και ειδικότερα σε επενδυτικές τράπεζες.
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι το κόστος αυτό επηρεάζει σημαντικά τις αποδόσεις που λαμβάνουν οι επενδυτές. Σε βιβλίο που εκδόθηκε τον περασμένο χρόνο, ο επενδυτής Σάιμον Λακ εκτιμά από τη δεκαετία του '90 πως οι προμήθειες που χρέωναν τα hedge funds και τα funds of funds ροκάνισαν περίπου το 98% των αποδόσεων που πετύχαιναν.
Η πρόσφατη υπόθεση για insider trading* εναντίον της SAC Capital, του hedge fund που ίδρυσε ο Στιβ Κοέν, υπογραμμίζει τις σπατάλες του συγκεκριμένου μοντέλου. Οι πολύ υψηλές προμήθειες της SAC -ο Κοέν είχε το θράσος να χρεώνει όχι το συνηθισμένο 2 και 20, αλλά 3 και 50- της επέτρεπαν όχι μόνο να προσλαμβάνει τους καλύτερους traders αλλά και να το κάνει με τέτοιο σπάταλο τρόπο ώστε ο καθένας εξ αυτών να είναι υπεύθυνος για ελάχιστες μετοχές.
Οι διαχειριστές χαρτοφυλακίων δεν αμείβονταν βάσει της απόδοσης του συνολικού fund, αλλά βάσει μόνο της απόδοσης των ελάχιστων εταιρειών που παρακολουθούσαν. Δεδομένου ότι η SAC ήταν hedge fund που επικεντρωνόταν στις εταιρικές εξελίξεις (event driven), οι διαχειριστές έπρεπε να μελετούν κάθε πληροφορία που μπορούσαν να συγκεντρώσουν και η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει κίνηση στις τιμές των εν λόγω μετοχών.
Αυτή η προσέγγιση είναι εντάσεως εργασίας για τη SAC και σίγουρα απέδιδε υψηλότερες αποδόσεις. Την εξαετία 2006-20011, για πέντε χρονιές, οι αποδόσεις της ξεπέρασαν τον μέσο όρο των αποδόσεων στον κλάδο των hedge funds και συχνά με μεγάλη απόσταση. Το πρόβλημα ήταν πως πολλές από αυτές τις πληροφορίες αποκτήθηκαν με ανάρμοστο τρόπο.
Η SAC μπορεί να παραβίασε τους κανόνες, αλλά τα στελέχη της ουσιαστικά έκαναν κάτι που κάνουν όλα τα hedge funds: αναζητούσαν το πλεονέκτημα. Σε άλλους κλάδους οι επιχειρήσεις επιδιώκουν το ίδιο αποτέλεσμα με διαφορετικούς τρόπους, είτε χρηματοδοτώντας βραβευμένους μαθηματικούς για να βρουν αλγόριθμους που θα ανιχνεύουν την αναποτελεσματικότητα των αγορών, είτε καταβάλλοντας παχυλές αμοιβές στα χρηματιστήρια για να τοποθετήσουν τερματικά στην έδρα τους - γεγονός που δίνει χρονικό πλεονέκτημα μετρήσιμο σε κλάσματα του δευτερολέπτου.
Οι επενδυτές έχουν ανεχθεί αυτές τις τακτικές, παρότι οι αποδόσεις που υπόσχονται έχουν συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια. Είναι, όμως, πραγματικά αμφισβητήσιμο κατά πόσον αυτό το «πλεονέκτημα» πραγματικά ευνοεί τους οργανισμούς που αντιστοιχούν στη μερίδα του λέοντος των υπό διαχείριση κεφαλαίων στα hedge funds.
Τα συνταξιοδοτικά ταμεία είναι εκτεθειμένα σε όλη την αγορά, όχι μόνο στα hedge funds. Εάν λοιπόν, τα hedge funds αποδίδουν κέρδη εις βάρος άλλων συμβατικών επενδυτών, τότε τα συνταξιοδοτικά ταμεία κινδυνεύουν να εμπλακούν απρόθυμα σε ένα παιχνίδι μηδενικού αποτελέσματος, όπου τα κέρδη του ενός fund αντισταθμίζονται από τις ζημίες κάποιου άλλου, μείον και το κόστος της συναλλαγής. Αυτό το μοντέλο, σε τελική ανάλυση, ευνοεί μόνο τους διαμεσολαβητές και όχι τους επενδυτές.
Πριν από λίγα χρόνια, το συνολικό κόστος των επενδύσεων σε ένα hedge fund, όπου περιλαμβάνονται οι προμήθειες προς τις επενδυτικές τράπεζες, υπερέβαινε το 7% του συνόλου των προς επένδυση κεφαλαίων. Το ποσοστό αυτό, όμως, είναι μεγαλύτερο από τις μακροπρόθεσμες αποδόσεις στο χρηματιστήριο. Κατά συνέπεια, δεν είναι διατηρήσιμο. Η πρόβλεψη του Τζόουνς ήταν λίγο πρώιμη. Ουσιαστικά, όμως, μπορεί να αποδειχθεί σωστή.
ΠΗΓΗ: FT.com
..............................................................................................................................................................................................................
* insider trading (Εσωτερική πληροφόρηση) είναι η αγοραπωλησία εταιρικών τίτλων ή άλλων χρεογράφων (όπως ομόλογα / μετοχές /δικαιώματα προαίρεσης) από ιδιώτες οι οποίοι έχουν πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες (price sensitive information).
Ένα πρόσωπο μπορεί να κατηγορηθεί για insider trading αν εκμεταλλεύτηκε αυτές τις εμπιστευτικές πληροφορίες για να αποκομίσει χρηματικό όφελος ή να αποφύγει ζημιές.
Ο παραπάνω ορισμός της εσωτερικής πληροφόρησης (insider trading) δεν συμπεριλαμβάνει συναλλαγές που έγιναν βασιζόμενες σε εξωτερικές πληροφορίες, όπως είναι η γνώση για επικείμενες αλλαγές στη νομοθεσία ολόκληρης της αγοράς, τεχνολογικές εξελίξεις που θα επηρέασουν μια ολόκληρη βιομηχανία ή γνώση για τις στρατηγικές και την εισαγωγή νέων προϊόντων ανταγωνιστώνστην αγορά, με την προϋπόθεση ότι αυτές οι πληροφορίες δεν αποκτήθηκαν από βιομηχανική κατασκοπία ή παράνομα μέσα.
Η αθέμιτη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών μπορεί να είναι παράνομη ή νόμιμη ανάλογα με το πότε ο insider έκανε τη συναλλαγή (trade). Θεωρείται παράνομη, όταν οι πληροφορίες εξακολουθούν να μην είναι προσβάσιμες στο υπόλοιπο επενδυτικό κοινό, ενώ μπορεί να γίνει εκμετάλλευση τους μόλις το ενημερωτικό υλικό δημοσιοποιηθεί, οπότε ο insider δεν έχει κανένα πλεονέκτημα σε σχέση με άλλους επενδυτές.
Ένα πρόσωπο μπορεί να κατηγορηθεί για insider trading αν εκμεταλλεύτηκε αυτές τις εμπιστευτικές πληροφορίες για να αποκομίσει χρηματικό όφελος ή να αποφύγει ζημιές.
Ο παραπάνω ορισμός της εσωτερικής πληροφόρησης (insider trading) δεν συμπεριλαμβάνει συναλλαγές που έγιναν βασιζόμενες σε εξωτερικές πληροφορίες, όπως είναι η γνώση για επικείμενες αλλαγές στη νομοθεσία ολόκληρης της αγοράς, τεχνολογικές εξελίξεις που θα επηρέασουν μια ολόκληρη βιομηχανία ή γνώση για τις στρατηγικές και την εισαγωγή νέων προϊόντων ανταγωνιστώνστην αγορά, με την προϋπόθεση ότι αυτές οι πληροφορίες δεν αποκτήθηκαν από βιομηχανική κατασκοπία ή παράνομα μέσα.
Η αθέμιτη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών μπορεί να είναι παράνομη ή νόμιμη ανάλογα με το πότε ο insider έκανε τη συναλλαγή (trade). Θεωρείται παράνομη, όταν οι πληροφορίες εξακολουθούν να μην είναι προσβάσιμες στο υπόλοιπο επενδυτικό κοινό, ενώ μπορεί να γίνει εκμετάλλευση τους μόλις το ενημερωτικό υλικό δημοσιοποιηθεί, οπότε ο insider δεν έχει κανένα πλεονέκτημα σε σχέση με άλλους επενδυτές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου